ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ “Ο ΦΤΩΧΟΥΛΗΣ ΤΟΥ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΥ”
Διήγημα – Ο φτωχούλης του Λυκαβηττού
Ήταν λίγες ωστόσο θεϊκές οι στιγμές που τον συνάντησα. Έμοιαζε σαν μια φιγούρα από κάποιο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι. Ψηλός, αδύνατος, με ένα δασύ μούσι. Κάθονταν εκεί παραπέρα σε κάποιο παγκάκι, ξέχωρα αλλά και ανάμεσα στα πεύκα, καπνίζοντας ήρεμα το τσιγάρο του. Το δέκατο η το εικοστό; Τι σημασία έχει; Έτσι εκεί… σιγανά… αθόρυβα… μειλίχια… Κάπνιζε, έπινε σιγανά τον καφέ του, λες και μέσα σε όλη την ηρεμία του δάσους, τον απολάμβανέ πιο πολύ από όλα… ακόμα και από την φύση που απλώνονταν παρθένα και αγνή γύρω του.
Τον είχα δει μια δυο φορές πιο πριν, αλλά δεν τόλμησα να του μιλήσω. Ωστόσο μια μέρα αποφάσισα να κάνω την αρχή και να τον χαιρετήσω.
<<-Καλημέρα!>> του πέταξα, για να δω την αντίδραση του, και του έσκασα ένα αμφίβολο χαμόγελο. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του, με κοίταξε με θάρρος, εξετάζοντας με εξονυχιστικά από πάνω ως κάτω, και χαμογέλασε καθώς μου αποκρίθηκε:
<<-Καλημέρα!>>
Έτσι από εκείνη την στιγμή και έπειτα, οπότε έκανα τον περίπατο μου στο πανέμορφο άλσος του Λυκαβηττού, το λεγόμενο… “Όρος των δακρύων”, όπως το είχα ονομάσει, γιατί εκεί πήγαινα όποτε ήμουν στεναχωρημένος, και ήθελα να βγάλω σε εκείνο το θεϊκό τοπίο φανερά την θλίψη μου, ίσως και να δακρύσω… είμασταν και οι δυο όχι απλώς φυσιολάτρες η πεζοπόροι, αλλά κάτι περισσότερο, κάτι βαθύτερο, κάτι πιο σημαντικό… ήμασταν φίλοι!
Έτσι τον καλημέριζα η τον καλησπέριζα και εκείνος εγκάρδια μου ανταπέδιδε τον χαιρετισμό. <<-καλημέρα!>>, <<-καλημέρα>>. Τόσο απλά! Με καλοσύνη! Ανθρωπιά! Ίσως και σύμπνοια σε αυτήν την δύσκολη, απρόσωπη ζωή.
Μια μέρα ήταν Μάρτιος αν θυμάμαι καλά, και η μέρα ήταν πολύ όμορφη. Μια υπέροχη λιακάδα και ένας ήλιος που σου δινόταν δίχως περιορισμούς. Τόλμησα να του πάω λίγο παρακάτω την συζήτηση:
<<-Ωραία μέρα σήμερα εε;>>
<<-Ναι ωραία! Είδες τι όμορφη που είναι η φύση; Και εμείς καθόμαστε κλεισμένοι με τηλεοράσεις, κινητά, ίντερνετ, και χάνουμε αυτήν την μαγεία!>>
<<-Έτσι είναι. Τα έχουμε όλα και δεν έχουμε τίποτα. Αντί να είμαστε ευτυχισμένοι και ευγνώμονες, ήμαστε δυστυχείς και αχάριστοι.>>
Δεν θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο. Εγώ συνέχισα το περπάτημα μου και απόλαυσα την βόλτα μου όπως είχα κάνει εκατοντάδες φορές. Δεν ήθελα να μάθω το όνομα του και ούτε εκείνος ρώτησε το δικό μου. Αυτά τα λίγα από καρδίας λόγια έφταναν και για τους δυο μας.
Από τότε μέσα μου αυτός ο γραφικός χαρακτήρας, η μυστηριώδης αλλά καλοσυνάτη έκφραση και το αγαθό χαμόγελο, πήραν μέσα στο μυαλό μου, μαγικές διαστάσεις. Έτσι σκέφτηκα να τον ονομάσω “φτωχούλη του Λυκαβηττού”. Εκεί με έσπρωχνε η καλπάζουσα φαντασία μου. Σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, σε αυτό το… παρατσούκλι. … Ο πεζοπόρος του άλσους που συνάντησε τον φτωχούλη του Λυκαβηττού. Αυτό νομίζω ήταν το Όλον για το νόημα της γνωριμίας μας.
Είχα παρατηρήσει ότι κανένας άλλος δεν του μίλαγε. Άλλος έκανε βόλτα με το σκυλί του, άλλος έκανε τζόκινγκ, άλλος απλά περπατούσε. Αλλά κανείς απολύτως δεν έκανε τον κόπο να δώσει σημασία σε κάτι που νόμιζε ασήμαντο.
Έχουμε χάσει την επαφή μας με τον άνθρωπο, την επικοινωνία, την ομορφιά της μαγείας της στιγμής, και τον θρύλο του τώρα. Σε μια εποχή που κατακλύζεται από τον υπερκαταναλωτισμό, τα φθηνά θεάματα, τον υλισμό, το χρήμα και την ξεφτισμένη μιζέρια, έχουμε ξεχάσει να είμαστε άνθρωποι… Δεν ξέρουμε τον συνάνθρωπο… δεν γνωρίζουμε τον διπλανό μας, δεν ενδιαφερόμαστε για τον γείτονα… Μέσα στην υπερτεχνολογία έχουμε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και ζούμε δυστυχώς στον δικό μας αποκλειστικά κόσμο.
Όμως αυτός ο άνθρωπος, ο φτωχούλης του Λυκαβηττού είναι εκεί! Κάθε μέρα ατενίζοντας τον υπέροχο αττικό ουρανό από το γλυκό αυτό άλσος, καπνίζοντας και πίνοντας καφέ… έτσι απομονωμένος για να μας θυμίζει ότι ακόμα μπορεί να υπάρξει ανθρωπιά, αρκεί να τολμήσουμε να την αγγίξουμε
Θανάσης Λαζάρου