ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΥΟΣΜΟ
Η ιστορία αυτή μιλάει για έναν άνθρωπο που η αγάπη του για μια γυναίκα τον οδήγησε στην απόφαση να την αναζητήσει με σκοπό να της εκφράσει όλα αυτά που αισθάνεται, χωρίς να περιμένει τίποτα, απλά μόνο να τη δει και να τη γνωρίσει σαν άνθρωπο.
Εκείνη ζούσε στον Εύοσμο και εκείνος την είχε πρωτοδεί από μια εκπομπή που έκανε στην τηλεόραση. Όταν την είδε την ερωτεύτηκε σχεδόν αμέσως, κεραυνοβόλα. Ο καιρός όμως πέρασε και η εκπομπή τέλειωσε. Αυτός δεν ήθελε να τη χάσει. Τα χρόνια περνούσαν και έβλεπε ότι οτι και αν έκανε δεν μπορούσε να την βγάλει από τα μυαλό του. Έτσι ύστερα από αρκετό ψάξιμο την βρήκε από μια σελίδα στο facebook και ανακάλυψε ότι μένει στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης.
Μετά από ώριμη σκέψη αποφάσισε να κάνει αυτό το ταξίδι και να πάει να τη βρει. Σε αυτό το ταξίδι όμως δεν θα πήγαινε μόνος του. Πρότεινε σε δυο πολύ καλούς του φίλους να τον ακολουθήσουν. Αυτοί δέχτηκαν με πολύ μεγάλη χαρά, γιατί και αυτοί ήξεραν πόσο πολύ ήθελε να τη βρει και πάνω από όλα ήταν πραγματικοί του φίλοι. Έτσι λοιπόν αφού συναντήθηκαν όλοι μαζί στον σταθμό Λαρίσης πήραν το τρένο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη και το μεγάλο αυτό ταξίδι ξεκίνησε.
Στη διαδρομή ο ήρωας μας συζητούσε με τους δυο κολλητούς του για το πως θα αντιδρούσε και πως θα φερνόταν όταν την συναντούσε. Αυτοί του είπαν «Φίλε ότι και να γίνει μη στεναχωρηθείς, ήξερες από την αρχή ότι θα ήταν δύσκολο να γίνει κάτι με αυτήν». «Το ξέρω μην ανησυχείτε θα είμαι εντάξει» τους είπε αυτός, «Και ευχαριστώ που με ακολουθήσατε σε αυτό το ταξίδι, είστε πραγματικοί φίλοι.»
Καθώς πλησίαζαν στην Θεσσαλονίκη, εκείνος σε μια στιγμή έβγαλε από μια τσάντα που είχε μαζί του και διάβασε στους δυο φίλους του ένα μικρό ποίημα που είχε γράψει για αυτήν. Εκείνοι κατενθουσιαστήκαν και τότε ένας από τους δυο είπε «Μπράβο ρε φίλε, εσύ το έγραψες; Πολύ καλό, να της το αφιερώσεις θα της αρέσει.» Ευχαριστώ, είπε εκείνος «Είναι η πρώτη φορά που γράφω ένα ποίημα. Αυτή η γυναίκα είναι η μεγαλύτερη έμπνευση της ζωής μου. Θα μπορούσα να γράψω χιλιάδες στίχους μόνο για τα γαλάζια μάτια της.»
Όταν έφτασε η στιγμή της αποβίβασης από το τρένο και αφού πήραν τις αποσκευές τους, ο ήρωας μας έκανε ένα τηλεφώνημα σε δυο πολύ αγαπημένα του πρόσωπα ότι έφτασαν καλά και τώρα θα έπαιρναν ένα λεωφορείο για τον Εύοσμο. Μέσα στο λεωφορείο οι τρεις φίλοι αποκοιμήθηκαν, λόγο της κούρασης, και μετά από μερικές ώρες είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Όταν ξύπνησαν ήταν πια στον Εύοσμο. Αφού ήπιαν έναν καφέ σε μια κοντινή καφετέρια πήγαν και έκλεισαν δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο για δυο εβδομάδες.
Αφού έκλεισαν το δωμάτιο και άφησαν τις βαλίτσες τους και τα πράγματα τους έκαναν μια βόλτα να δουν πως είναι αυτό το μέρος και που θα πήγαιναν για τις βραδινές τους εξόδους. Η αναζήτηση του κεντρικού ηρώα για την αγαπημένη του θα ξεκινούσε αύριο.
Το επόμενο πρωί οι τρεις φίλοι θα πήγαιναν για μπάνιο στην πιο κοντινή παραλία. Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι η εποχή που ξεκίνησαν το ταξίδι ήταν καλοκαίρι. Αφού τελείωσαν το μπάνιο πήγαν σε ένα εστιατόριο για να φάνε και το απόγευμα θα άρχιζαν το ψάξιμο. Όταν ξεκίνησαν ο ήρωας μας είχε λίγο άγχος και έλεγε στους δυο φίλους του «Παιδιά τι λέτε θα την συναντήσουμε πουθενά;» Εκείνοι του είπαν «Μην αγχώνεσαι ρε φίλε θα τη βρούμε κάπου.» Την πρώτη μέρα οι προσπάθειες βγήκαν άκαρπες. Το ίδιο και τη δεύτερη.
Ώσπου έφτασε η τρίτη μέρα όπου πήγαν σε ένα club για να διασκεδάσουν και να πιουν το ποτό τους. Ξαφνικά όπως μιλάγανε ο ήρωας μας ακούει σε ένα διπλανό τραπέζι τη φωνή εκείνης που αναζητούσε. Τον έπιασε άγχος και είπε στους δυο κολλητούς του «Παιδιά αυτή είναι.» «Είσαι σίγουρος;» του λένε αυτοί, «Ναι θα αναγνώριζα παντού την φωνή της.» «Τότε πήγαινε να της μιλήσεις» του είπαν αυτοι.
Αφού περίμενε κανένα δεκάλεπτο να του φύγει το άγχος σηκώθηκε από την καρέκλα του και την πλησίασε. «Συγγνώμη για την ενόχληση.» «Παρακαλώ», λέει εκείνη. «Μήπως έκανες κάποιες εκπομπές στην τηλεόραση πριν αρκετά χρόνια;» «Ναι», του λέει εκείνη, «Γιατί;»
«Παρακολουθούσα αυτές τις εκπομπές και όταν σε πρωτοείδα μου άρεσες πολύ. Δεν έχανα εκπομπή σου.»
«Σε ευχαριστώ, να’ σαι καλά. Θέλεις κάτι άλλο;»
«Απλά θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο. Μπορώ να σε απασχολήσω λίγο από την παρέα σου;»
«Βεβαίως», του είπε πολύ ευγενικά εκείνη.
Όσο μιλάγανε οι δυο τους, οι δυο φίλοι του περίμεναν να μάθουν τι θα γίνει. Ο ένας είπε «Λες να κατάφερε να της μιλήσει;» «Ας το ελπίσουμε, περίμενε τόσο καιρό για αυτή τη στιγμή». Ώσπου σε μια στιγμή τον βλέπουν να επιστρέφει στην καρέκλα του αρκετά ενθουσιασμένος. «Πως πήγε;» του λένε.
«Πολύ καλά, αφού δέχτηκε να μιλήσουμε.»
«Τι της είπες;»
«Τα πάντα. Ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της, ότι δεν μπορώ να τη βγάλω απ’ το μυαλό μου, ότι τη βλέπω συνέχεια στα όνειρα μου, όλα αυτά».
«Και εκείνη;»
«Εκείνη μου είπε αυτά που περίμενα να ακούσω, ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα μεταξύ μας, γιατί είναι παντρεμένη. Μάλιστα από αυτά που τις είπα κατάλαβε ότι ήμουν εγώ αυτός που τις είχε στείλει μήνυμα στο facebook και μου είπε
«Γιατί ήρθες εδώ ενώ ήξερες ότι είμαι παντρεμένη;»
«Ήθελα πολύ να σε γνωρίσω από κοντά και να σου πω όλα αυτά που αισθάνομαι. Δεν περίμενα τίποτα και σε καμία περίπτωση δεν θέλω να χαλάσω την ευτυχία σου. Το μόνο που θέλω είναι να είσαι ευτυχισμένη».
«Σε ευχαριστώ είσαι πολύ καλός, λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Θέλεις κάτι άλλο;»
«Όχι, αυτά ήθελα να σου πω. Σ’ ευχαριστώ που με άκουσες».
Αυτά είπε στους φίλους του και μετά από αρκετή ώρα και αρκετά ποτά γύρισαν στο ξενοδοχείο.
Οι μέρες τους στον Εύοσμο κυλούσαν πολύ ευχαρίστα, αλλά κάποια στιγμή βλέπουν ότι τα χρήματα τους λιγοστεύουν και δεν θα τους έφταναν για να κάτσουν τις μέρες που υπολόγιζαν και για την επιστροφή. Σε μια στιγμή ο κεντρικός ήρωας αγχώθηκε και είπε στους δυο φίλους του «Τι θα κάνουμε τώρα παιδιά;» «Πάμε στην παραλία για ένα μπάνιο και θα το συζητήσουμε εκεί μην αγχώνεσαι» είπε ο ένας.
Στον δρόμο προς την παραλία, εντελώς τυχαία βλέπουν μέσα στο λεωφορείο έναν κοινό τους φίλο απ’ την Αθήνα που πήγαινε στις Σέρρες στο χωριό του και είπαν να πάνε όλοι μαζί για μπάνιο. Όπως συζητούσαν το έφερε έτσι η κουβέντα και είπαν για τα λεφτά. Τότε ο φίλος τους είπε «Παιδιά μπορώ να σας δανείσω λίγα χρήματα για να περάσετε και για την επιστροφή, έξαλλου γι’ αυτό είναι οι φίλοι.»
«Να’ σαι καλά ρε συ, μας βοηθάς πολύ».
«Με τη Θεσσαλονικιά τι έγινε;» ρωτάει ο φίλος τους.
«Καλά πήγε, όσο καλύτερα θα μπορούσε να πάει δηλαδή, γιατί όπως ξέρεις είναι παντρεμένη, αλλά δέχτηκε να μιλήσουμε». είπε ο ήρωας μας.
«Χαίρομαι για αυτό. Θα κάτσετε μέρες ακόμα;»
«Όχι σε 3 μέρες φεύγουμε, άμα είναι θα τα πούμε στην Αθήνα καλά να περάσεις και εσύ στις Σέρρες».
Και έτσι βρήκαν τα λεφτά από το φίλο τους που τους δάνεισε για να περάσουν και για την επιστροφή. Όταν όμως έφτανε η μέρα της αποχώρησης, ο κεντρικός ήρωας αυτής της ιστορίας δεν μπορούσε να αφήσει τη γυναίκα που αγαπούσε και τόσο ήθελε.
Ήθελε να τη δει άλλη μια φορά να την αποχαιρετίσει και να αισθανθεί καλυτέρα. Του ήταν πολύ δύσκολο να αφήσει αυτόν τον τόπο. Γιατί ζει εκείνη εκεί. Εκείνος όμως ζούσε στην Αθήνα, δεν μπορούσε να αφήσει τη ζωή του εκεί, τους φίλους του, την οικογένεια του. Όμως της είχε υποσχεθεί ότι θα πήγαινε μια δυο φορές τον χρόνο στον Εύοσμο, μόνο για να τη δει και μιλήσουνε λίγο. Αυτές οι στιγμές μαζί της ήταν χρυσός γι’ αυτόν.
Τελικά οι τρεις φίλοι πήραν το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα και ο ήρωας μας είπε στους δυο κολλητούς του
«Παιδιά δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το ταξίδι που έκανα μαζί σας. Θα το θυμάμαι πάντα. Όπως θα θυμάμαι και αυτήν».
Και έτσι τελειώνει η ιστορία αυτή. Η αναζήτηση και επιθυμία του όμως για αυτήν την γυναίκα δεν θα τελειώσει ποτέ.
Παναγιώτης
Συγκινημένος!!
Εξαιρετική ιστορία. Με έβαλε αμέσως “μέσα” ο άμεσος και ρεαλιστικός τρόπος γραφής.