ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΦΩΣ
Έπινε ήδη την τρίτη του μπύρα και χάζευε στην τηλεόραση,έκανε ζαπινγκ στα κανάλια πηγαίνοντας μπρος και πίσω γρήγορα χωρίς να πολυβλέπει τι δείχνει το καθένα.Κάποτε ήταν και αυτός μέσα στην τηλεόραση , ένας από τους πολλούς ηθοποιούς που παίζουν στα διάφορα σήριαλ.Στα τέλη της δεκαέτιας του ενενήντα και στις άρχες της δεκαέτιας του δύο χιλιάδες είχε παίξει σε πολλές σειρές και παραστάσεις,ήταν αυτό που λέμε γνωστός ηθοποιός.Πολλές φορες είχε αρνηθεί προτάσεις λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας.Μα τώρα είχε να δουλέψει στην τηλεόραση δέκα χρόνια ,ήταν τυχερός αν καμιά χρονιά έβρισκε κανέναν ρόλο έστω και σε μια παιδική παράσταση,είχε φτάσει ακόμα στο σημείο να ψάχνει αγγελίες εφημερίδων μήπως δουλέψει σε καμιά διαφήμιση αλλά όλοι προτιμούσαν πιο νέα και φρέσκα πρόσωπα.
Καμιά φορά πετύχαινε στην τηλεόραση κάποιον παλιό του συναδελφό και αναρωτιόταν γιατί να μην είναι αυτός στην θέση του,έτσι έγινε και σήμερα αφου είχε πιεί την έβδομη μπύρα είδε στην τηλεόραση έναν παλιό του συμφοιτητή από την δραματική σχολή,άρχισε να τον βρίζει και να τον καταριέται και απορούσε πως αυτός με το πολύ λιγότερο ταλέντο βρήκε δουλειά ως πρωταγωνιστής σε ένα καινούριο σήριαλ.Συνέχισε να τον βρίζει μέχρι που τον πήρε ο ύπνος μπροστά απο την ανοικτή τηλεόραση.
Οι πρώτες ακτίνες του ηλίου μπήκαν μέσα απο το τζάμι της υπόγειας γκαρσονιέρας ,ένα ζέστο χάδι έπεσε πάνω στο πρόσωπο του και τον έκανε να ξυπνήσει.Το κεφάλι του πονούσε απο το χθεσινό μεθύσι ,αφού έκλεισε την τηλεόραση σηκώθηκε και ήπιε ένα ποτήρι νερό.Κάτι μέσα του ήταν διαφορετικό σήμερα, ήθελε οπωσδήποτε να βγεί έξω απο το σπίτι.Αφού ντύθηκε στα γρήγορα πετάχτηκε έξω από το σπίτι του και κατευθύνθηκε προς τον ηλεκτρικό μην έχοντας ιδέα που θέλει να πάει.Μπήκε μέσα στον ηλεκτρικό και άρχισε να παρατήρει τα πρόσωπα των ανθρώπων που πήγαιναν στις δουλειές τους,όλοι ήταν σοβαροί και αμίλητοι , η ώρα ήταν μόλις οχτώ το πρωί.
Καμιά φορά παλιότερα έπιανε τα βλέματα των ανθρώπων να τον κοιτάνε,να σταματούν και να σαστίζουν λίγο με το που τον αναγνώριζαν.Κάτι τέτοιο οσο περνούσαν τα χρόνια του συνέβαινε όλο και λιγότερο.
Κατέβηκε στην στάση παλαιό Φάληρο και κάτι μέσα του τον έσπρωξε προς την θάλασσα,έφτασε στην ακροθαλασσιά κοίταξε το πως λαμπίριζαν τα νερά από τον ήλιο και άρχισε να θυμάται τα παιδικά του χρόνια στο νησί του.Τότε που έπαιζε συνέχεια με τον αδερφό του τον Νικήτα και όλα ήταν τόσο εύκολα και ωραία,δεν είχε τις σκοτούρες για το πως θα πληρώσει το νοίκι,για την κατάσταση της υγείας ή για το αν θα βρεί δουλειά.Παρέμεινε εκεί αποσβολωμένος για ώρες κοιτώντας την θάλασσα.
Είχε γίνει κατακόκκινος απο τον ήλιο όταν αποφάσισε να σηκωθεί ,η αναπώληση της παιδικής του ηλικίας του είχε αφήσει μια εσωτερική θλίψη, μιας και συνειδητοποίησε πως η ανεμελειά εκείνης της εποχής έχει περάσει ανεπιστρεπτί.Σηκώθηκε και με αργό βήμα κατευθύνθηκε προς το τρένο,αφού επιβιβάστηκε και κάθισε στην θέση του , συνέβει κάτι που είχε να του συμβεί καιρό ο απέναντι επιβάτης τον αναγνώρισε και τον ρώτησε αν ήταν ο ηθοποιός που έπαιζε σε ένα παλιό σήριαλ , εκείνος αρνήθηκε.Ντρεπόταν για τον εαυτό του έτσι αξύριστος και απεριποίητος που ήταν φορώντας αυτά τα τσαλακωμένα ρούχα.
Αποβιβάστηκε από το τρένο και πήγε στο κοντινότερο σουπερ μαρκετ όπου αγόρασε δυο εξάδες μπύρες ,πήγε σπίτι του και αφού έφαγε κάτι πρόχειρο που έφτιαξε,έκατσε στον καναπέ του και άρχισε να πίνει και να θυμάται τα χρόνια που ήταν στην δραματική σχολή.Θυμήθηκε τις πρώτες του παραστάσεις,τις πρώτες φιλίες, τους πρώτους του έρωτες και πολλά άλλα μέχρι που τον πήρε ο ύπνος στον καναπέ.
Ξύπνησε όταν η ώρα ήταν πέντε το πρωί,σηκώθηκε και βγήκε έξω από το σπίτι,τώρα άρχισε να θυμάται τα χρόνια της επιτυχίας τότε που όλοι ήθελαν να είναι φίλοι του και οι τσέπες του ήταν γεμάτες χρήματα.
Περπάτησε μέχρι που έφτασε σε μιά γέφυρα που από κάτω της περνούσε η εθνική οδός,σκεφτόταν την τωρινή του κατάσταση,ήταν στα όρια του αλκοολισμού,χωρίς φίλους και χωρίς λεφτά με τα χρέη να τον πνίγουν.Έκατσε στην μέση της γέφυρας κοιτώντας από κάτω τα αμάξια σκέφτηκε πως αν πήδαγε όλα θα τελείωναν.Δεν είχε φίλους να τον κλάψουν,με την οικογένεια του είχε να μιλήσει καιρό ενώ στο μυαλό του η αυτοκτονία φάνταζε σαν μιά διέξοδος από τον πόνο του.
Ξαφνικά ο ήλιος άρχισε να ανατέλει και τότε κάτι μέσα του άλλαξε,άρχισε να γελάει με το πόσο όμορφη ήταν η ανατολή του ηλίου,μετά από πολύ καιρό γελούσε,ήταν χαρούμενος και τότε συνειδητοποίησε πως η ευτυχία είναι επιλογή αλλά επίσης και το πόσο ασήμαντος ήταν μπροστά στο μεγαλείο του κόσμου.Σκέφτηκε πως είτε πέθαινε είτε όχι ο κόσμος θα συνέχιζε να υπάρχει,επίσης συνειδητοποίησε πως η ομορφιά βρίσκεται παντού είτε αυτή λέγεται παιχνίδι,έρωτας,λεφτά ή ακόμα και ανατολή του ηλίου.Έκλαψε από χαρά και κίνησε για να βρεί την ευτυχία του σε αύτον τον τόσο άδικο αλλά όμορφο κόσμο.
Νεκτάριος