Συγγραφικό καφενείο
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΓΑΠΗ
Η ιστορία αυτή μιλάει για δύο ανθρώπους που αγαπήθηκαν πολύ και παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις αναποδιές που τους ήρθαν αυτοί παρέμειναν μαζί και στο τέλος ούτε ο θάνατος δεν θα τους χώριζε.
Όλα ξεκίνησαν μια Κυριακή όταν εκείνος είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να επισκεφτεί κάποιους συγγενείς του. Αυτοί θα τον φιλοξενούσαν λίγες μέρες στο σπίτι τους. Την ίδια μέρα έπαιζε για ένα παιχνίδι του πρωταθλήματος ο ΠΑΟΚ, στο γήπεδο του στην Τούμπα. Ο θείος του ήρωα μας ήταν φίλαθλος του ΠΑΟΚ και έτσι του πρότεινε να πάνε να δούνε το παιχνίδι μαζί. Εκείνος αν και ήταν Ολυμπιακός δέχτηκε να πάνε να το δούνε.
Όταν έφτασαν στο γήπεδο της Τούμπας και κάθισαν στις θέσεις τους σε κάποια στιγμή εκείνος ήταν αφηρημένος και το βλέμμα του συναντάει το βλέμμα εκείνης. Αυτό που ένιωσαν και οι δυο τους εκείνη την στιγμή ήταν πολύ δυνατό, πέρα απ’ τις δυνάμεις τους. Εκείνος σκεφτόταν από μέσα του: ‘’ Είναι δυνατόν να υπάρχει αυτό το συναίσθημα; Δεν το έχω ξανανιώσει ποτέ στη ζωή μου. Πρέπει να της μιλήσω’’. Πριν καλά καλά προλάβει να σηκωθεί και να την πλησιάσει, την βλέπει να έρχεται προς το μέρος του.
-Συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ. Ένιωσα ότι πρέπει να σου μιλήσω.
-Δεν πειράζει γιατί και εγώ το ίδιο ένιωσα, μάλιστα θα ερχόμουνα εγώ αλλά με πρόλαβες.
Και έτσι αρχίζουν την συζήτηση οι δυο τους και εκείνη τον ρωτάει: ‘’ Είσαι από εδώ απ’ τη Θεσσαλονίκη;
-Όχι είμαι απ’ την Αθήνα, αλλά ήρθα για να δω κάποιους συγγενείς μου και ο θείος μου που είναι ΠΑΟΚ μου πρότεινε να έρθω μαζί του για να δούμε το παιχνίδι. Εγώ είμαι Ολυμπιακός.
-Και ήρθες να δεις τον ΠΑΟΚ;
-Ναι γιατί όχι; Δεν είμαι σαν τους περισσότερους οπαδούς, εξάλλου δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω και είπα να έρθω να δω το παιχνίδι.
Τελικά με την συζήτηση ξεχάστηκαν και το παιχνίδι άρχισε. Όταν εκείνη σηκώθηκε για να πάει στην θέση της, εκείνος παρατήρησε πως δίπλα της υπήρχε μια θέση κενή και της πρότεινε να κάτσει για να δουν μαζί το παιχνίδι. Εκείνη του είπε ότι μπορεί να κάτσει με τον όρο όμως να πήγαιναν μαζί για καφέ. Εκείνος χωρίς να το σκεφτεί καθόλου δέχτηκε με μεγάλη χαρά και έτσι κάθισαν να δουν το παιχνίδι μαζί.
Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού εκείνος παρασύρθηκε από εκείνη και φώναζε και αυτός μαζί της για να υποστηρίξει την ομάδα της Θεσσαλονίκης. Οι δυο τους φαινόντουσαν τόσο καλά μαζί. Λες και είχαν βρει το άλλο τους μισό. Αυτό που τους έλειπε τόσα χρόνια απ’ τη ζωή τους. Και ένιωθαν κενοί χωρίς αυτό.
Τελικά κοντά στο τέλος του αγώνα μπαίνει το γκολ για τον ΠΑΟΚ. Τότε σηκώνονται και οι δυο τους και αφού πανηγύρισαν το γκολ δεν κρατήθηκαν και μπροστά στους φιλάθλους αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Λες και ήταν χρόνια μαζί.
Τελικά εκείνος έκατσε στην Θεσσαλονίκη για εκείνη και μετά από λίγο βρήκε και σπίτι εκεί. Μετά από περίπου δυο μήνες που έβγαιναν για καφέ, ποτό και φαγητό αποφάσισαν να ζήσουν μαζί. Πλέον είχαν καταλάβει ότι ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.
Είχε φτάσει Αύγουστος και εκείνος ήξερε ότι σε λίγες μέρες θα ήταν τα γενέθλια της. Όταν έφτασε η μέρα αυτή, συγκεκριμένα 7 Αυγούστου της είπε ότι θέλει να βγουν για φαγητό για να της ανακοινώσει κάτι. Εκείνη βέβαια ήξερε τι θα ήταν αυτό. Αφού την πήγε σε ένα πανάκριβο εστιατόριο και φάγανε, μετά από λίγο βγάζει από το σακάκι του ένα μικρό κουτάκι και αφού πρώτα γονατίζει το ανοίγει και της λέει: ‘’ Είσαι η γυναίκα της ζωής μου, αυτή που έψαχνα χρόνια. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα. Θέλεις να με παντρευτείς; ’’
Εκείνη χωρίς να το σκεφτεί καθόλου απαντάει με μεγάλη χαρά. ‘’ Ναι με όλη μου την καρδιά ‘’. Τότε εκείνος την αρπάζει μπροστά σε όλους τους παρευρισκόμενους και της δίνει μια τεράστια αγκαλιά και ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα. Αφού της είπε πόσο πολύ την λατρεύει εκείνη του απαντάει: ‘’ Το ήξερα και εγώ απ’ την πρώτη στιγμή που τα βλέμματα μας συναντήθηκαν στο γήπεδο ότι θα καταλήγαμε μαζί, αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω’’. Εκείνη την ώρα όσοι βρισκόταν στο εστιατόριο και έβλεπαν τη συγκινητική αυτή στιγμή σηκώνονται και τους χειροκροτούν. Μάλιστα κάποιος τους πρότεινε να γίνει κουμπάρος. Η βραδιά τελικά θα κλείσει με τα λόγια του τρισευτυχισμένου ήρωα:
‘’ Καληνύχτα βασίλισσα μου, απόψε θα σ’ ονειρευτώ όπως κάθε βράδυ και θα περιμένω σαν τρελός τη μέρα του γάμου μας’’.
Μετά από λίγες μέρες έφτασε η ώρα που και οι δυο τους περίμεναν σε ολόκληρη τους τη ζωή. Οι καλεσμένοι ήταν πάρα πολλοί, άλλοι συγγενείς και φίλοι, άλλοι απλώς γνωστοί. Ο ήρωας μας δεν περίμενε πολύ και όταν την βλέπει να βγαίνει απ’ το αμάξι μαζί με τον πατέρα της, λέει στον κολλητό του φίλο και κουμπάρο τους ” Δεν είναι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο; Δεν χορταίνω να την κοιτάω και όποτε την βλέπω νιώθω απέραντη ευτυχία. Δεν το πιστεύω οτι είμαι τόσο ευτυχισμένος. Είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο”.
-Χαίρομαι πολύ που είσαι τόσο ευτυχισμένος ρε φίλε.
-Σ’ ευχαριστώ πολύ. Ο λόγος βέβαια για αυτό είναι αυτή. Μου έχει αλλάξει όλη μου τη ζωή.
Αφού την παρέλαβε απ’τον πατέρα της άρχισε σιγά σιγά και η τελετή. Κοντά περίπου στο τέλος της κάποιοι παρευρισκόμενοι συζητούσαν και έλεγαν για το πόσο υπέροχο και ταιριαστό ζευγάρι είναι οι δυο τους, ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν μακάρι να ευτυχήσουν. Αφού το μυστήριο τελείωνε και οι δυο τους φιλήθηκαν, ο γαμπρός είπε κάτι στη νύφη ψιθυριστά.
-Θα σ’αγαπάω για πάντα. Ούτε ο θάνατος δεν θα μας χωρίσει. Να το θυμάσαι αυτό. Μην το ξεχάσεις. Ποτέ.
Με αυτά τα λόγια τέλειωσε η πανέμορφη αυτή τελετή και αφού τους ευχήθηκαν όλοι ” να ζήσετε ” μπήκαν στο αμάξι και πήγαν στο καινούργιο τους σπίτι. Στην καινούργια ζωή που θα ξεκίναγαν μαζί.
Τα χρόνια τους κυλούσαν πολύ ευτυχισμένα μέχρι που ήρθε και το πρώτο τους παιδί. Τότε ήρθε και η απόλυτη ευτυχία. Δεν πίστευαν οτι θα μπορούσαν να γίνουν πιο ευτυχισμένοι. Σε κάποια στιγμή όμως ήρθαν κάποιες οικονομικές δυσκολίες. Και οι δυο τους άρχισαν να κάνουν οικονομίες. Τότε ήρθε και το δεύτερο τους παιδί. Ο ήρωας μας αναγκάστηκε να βρει και δεύτερη δουλειά για να ζήσουν πιο άνετα.
Τελικά τα πράγματα καλυτέρεψαν και αφού πήρε καλύτερη θέση στην πρώτη του δουλειά άφησε την άλλη για να μπορεί να περνάει περισσότερο χρόνο με την οικογένεια του που τόσο αγαπούσε.
Πέρασαν αρκετά χρόνια και αφού τα παιδιά τους μεγάλωσαν και είχαν τακτοποιηθεί σε κάποια στιγμή ο ήρωας θα περνούσε την πιο δύσκολη φάση της ζωής του, καθώς η γυναίκα που τόσο αγαπούσε θα έφευγε απ’ τη ζωή εντελώς ξαφνικά. Εκείνος δεν μπορούσε να το πιστέψει με τίποτα οτι η γυναίκα που λάτρευε δεν ήταν πια μαζί του. Είχε χάσει πλεον το άλλο του μισό. Αυτό τον είχε καταβάλλει τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά. Ποτέ του δεν πίστευε οτι η ευτυχία που ζούσε θα τελείωνε. Τα παιδιά του τον έβλεπαν οτι μέρα με τη μέρα χειροτέρευε και του είπαν να πάει σε ψυχολόγο. Ούτε αυτό όμως δεν βοήθησε. Είχε εγκαταλείψει πλέον τη θέληση του για να ζήσει. Κάθε βράδυ ευχόταν στο Θεό να τον πάρει για να είναι και πάλι μαζί της. Το μόνο που τον κράταγε στη ζωή ήταν τα παιδιά του και πότε θα πάει στο γήπεδο όταν αυτό θα ήταν άδειο για να κάτσει μόνος του στη θέση που την είχε γνωρίσει.
Καθόταν εκεί και μιλούσε στην άδεια καρέκλα λες και ήταν εκείνη εκεί. Τελικά μια μέρα δεν άντεξε και ξέσπασε φωνάζωντας στο άδειο γήπεδο.
-Πού είσαι; Πού είσαι; Γιατί με άφησες; Είχαμε ορκιστεί οτι ούτε ο θάνατος δεν θα μας χώριζε. Σου το είχα ψιθυρίσει τη μέρα του γάμου μας. Θυμάσαι;
Τελικά μια μέρα καθώς έφευγε απ’ το γήπεδο και σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και αρκετά πιωμένος πήρε το αμάξι του και θα γυρνούσε στην Αθήνα. Είχε βάλει και το ράδιο του αυτοκινήτου στο τέρμα και έπαιζε τραγούδια του τραγουδιστή που του άρεσε πολύ. Του αδικοχαμένου Παντελή Παντελίδη. Σε κάποια στιγμή και ενώ έπαιζε το ” Είχα κάποτε μια αγάπη ”, είδε μπροστά του την εικόνα της. Το πρόσωπο της. Ήταν τόσο ζωντανή. Δεν καταλάβαινε αν ήταν απ’ το ποτό που την έβλεπε, αλλά κάτι μέσα του του έλεγε ότι είχε φτάσει η ώρα που θα σμίγανε πάλι οι δυο τους.
Και έτσι μην βλέποντας ένα φορτηγό που ερχόταν εκείνη τη στιγμή και ενώ εκείνος είχε πιάσει τα 200 χιλιόμετρα με το αμάξι του, έπεσε πάνω του.Είχε πλέον φύγει και αυτός. Θα πήγαινε να την συναντήσει. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος. Δεν μπορούσε να ζήσει άλλο χωρίς αυτήν. Και εκείνη όμως τον περίμενε. Ένιωθε πολύ μόνη της εκεί πάνω. Και έτσι σμίξανε και πάλι οι δυο τους και υπό το βλέμμα του Θεού ζήσανε ευτυχισμένοι στον Παράδεισο Του.
Η δικιά τους τελικά ήταν η Απόλυτη Αγάπη.
ΤΕΛΟΣ
Παναγιώτης