Τρεις Σκέψεις
Οι ήρωες της καθημερινότητας
Πάντα θαύμαζα τους ήρωες. Αυτούς που θυσιάζονταν από αλτρουισμό, για έναν ευγενή σκοπό. Και κυρίως αυτούς που σαν στρατιώτες στην μάχη της ζωής για αυτούς που αγαπάνε.
Κι όμως, οι ήρωες δεν είναι τόσο σπάνιοι. Είναι γύρω μας, τους βλέπω κάθε μέρα και δεν αντιλαμβανόμουν τον ηρωισμό τους. Ποιοι είναι; Μα οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες και οι γερόντισσες, «τα γεροντάκια». Παλαιότερα δεν τους πρόσεχα, ώσπου χρειάστηκε να γηροκομήσω την μητέρα μου. Αυτή η εύθραυστη γυναίκα δοκίμασε (και δοκιμάστηκε), τόσο σωματικό πόνο, επί χρόνια, κάτι που δεν θα μπορούσα να υπομείνω ποτέ. Γι’ αυτό την αποκαλούσα στρατιωτίνα, μαχήτρια, ηρωίδα. Άντεξε παλικαρίσια μέχρι το τέλος. Φοβόταν πάντα την παραίτηση: «να πέσω στο κρεβάτι και να μην σηκωθώ πιά». Δυστυχώς συνέβη και αυτό , με την σειρά του. Αυτοί λοιπόν οι γέροντες, παρόλα τα χρόνια που κουβαλούν, τις παθήσεις και τα ατυχήματα που συνοδεύουν το γήρας, επιμένουν να βγαίνουν κάθε μέρα για να περπατήσουν, να πάρουν ήλιο και αέρα, να δυναμώσουν την υγεία τους, όση τους απέμεινε, με συνοδό, αλλά κυρίως μόνοι με το μπαστουνάκι τους, πολλάκις σκυμμένοι μέχρι το έδαφος, κάνοντας ένα βήμα το λεπτό. Κι όμως επιμένουν και τα καταφέρνουν.
Σκέφτομαι: αυτοί οι απόμαχοι που κουράστηκαν μια ζωή και θυσιάστηκαν, ανέθρεψαν παιδιά και τόσα άλλα, αντί τώρα να ανταμειφθούν, βιώνουν τούτο το γήρας, το οποίο “ου γαρ έρχεται μόνον”. Όταν ήμουν νέος, δεν τους πρόσεχα, τώρα ξέρω καλύτερα.
Το tablet της μοναξιάς
Χρόνια τώρα βλέπω στους δρόμους, τα λεωφορεία, τα cafe και το μετρό, ανθρώπους που είναι τόσο απομονωμένοι, με τα μάτια τους απορροφημένα στα tablet τους και τα smartphones, φορώντας ακουστικά, ακούγοντας την αγαπημένη τους μουσική μέσα σε απόλυτη απόγνωση, βλέποντας τους απέναντι τους με υπνωτισμένο γυάλινο βλέμμα, απασχολημένους με την ακρόαση τους ,σε κάποιο άλλο tablet.
Και σκέφτομαι: αυτές οι συσκευές που όλοι τρέχουν να προμηθευτούν, καθώς οι «γενιές» των κομπιούτερ (που λέγαμε κάποτε στην επιστημονική φαντασία) που διαρκούν λιγότερο από μήνα, έχουν αντικαταστήσει το χώρο μεταξύ «ανθρώπου και ανθρώπου». Όλο και περισσότερα το κράτος χρησιμοποιεί για τις δοσοληψίες του με τους πολίτες τους προσωπικούς υπολογιστές, θεωρώντας δεδομένο ότι όλοι οι πολίτες πλέον διαθέτουν έναν. Οι αγορές γίνονται από κομπιούτερ, η επικοινωνία, αυτό το βασικό αγαθό, γίνονται με τα pc. Και μου έρχεται στο μυαλό το περίφημο κλασσικό διήγημα επιστημονικής φαντασίας του E.B. Forster «η μηχανή σταμάτησε» όπου οι άνθρωποι διαβιούν πλέον μέσα σε μια γιγαντιαία μηχανή που τους παρέχει τα πάντα («Αγία Μηχανή» την προσφωνούν) Και η ηρωίδα ζεί στο ατομικό της , μοναχικό δωμάτιο, από όπου δεν βγαίνει ποτέ, έχοντας όλα τα απαιτούμενα, και περνάει τον καιρό της (είναι διανοούμενη) δίνοντας από την συσκευή της διαλέξεις, περί διαφόρων, με τους φίλους της.
Το graffiti της ασχήμιας
Πρώτη φορά γνώρισα το γκραφίττι από την τηλεόραση και την εφημερίδα. Διακοσμούσε τα κτίρια κυρίως στο Μεξικό και τις πόλεις των ΗΠΑ που είχαν λατινικές συνοικίες. Ήταν πραγματική τέχνη, από άξιους καλλιτέχνες του δρόμου κυρίως σε στιλ naïve. Ώσπου το γκράφιτι ήρθε στα μέρη μας. Παραδέχομαι την ωραιότητα κάποιων γκραφίττι που θυμίζουν ψυχεδέλεια των 60 και 70. Δυστυχώς και αυτά όπως και τα άλλα για τα οποία θα σας μιλήσω πάσχουν από έλλειψη νοήματος. Διαμένω κοντά σε ένα σχολικό συγκρότημα. Κάθε ημέρα και νύχτα που περνούν, καινούργιες κακογραφίες, «μουντζούρες» γεμίζουν τους τοίχους της γειτονιάς. Δεν είναι μόνο η παντελής έλλειψη αισθητικής, αυτά τα μη χαρακτηριζόμενα συνοθυλέματα, όχι λέξεων με νόημα, αλλά ούτε γραμμάτων της γλώσσας, αλλά χαρακτήρες εφευρεμένοι από τα παιδιά φαίνεται πως καλύπτουν κάποια ανάγκη τους. Και σκέφτομαι, διερωτώμαι: μήπως αυτός είναι ένας τρόπος να διαστρέψουν και από διαρθρώσουν την γλώσσα που διδάσκονται στα σχολεία τους (τα οποία πολλάκις δυστυχώς αποτελούν «οίκους ανοχής»); Μήπως εκδικούνται τους καθηγητές, όλη την κοινωνία που τα διαμόρφωσε έτσι, και μετά τα κατηγορεί για την σκέψη και την συμπεριφορά τους και ότι λαχταρούν. Είναι παιδιά άξια από καλή στόφα, αλλά δυστυχώς, κατά την ρήση ενός φίλου που δίδασκε στα ΙΕΚ, «κουβαλούν τα κουσούρια του ελληνικού σχολείου».
Θανάσης