Οι διακοπές μου
Στις 25 Ιουνίου, φύγαμε για διακοπές εγώ, η Ίνκα, η μητέρα μου, η αδελφή μου και ο γαμπρός μου. Ξεκινήσαμε πρωί και σε τρεις ώρες φτάσαμε στο χωριό μου, στην πατρίδα της μητέρας μου. Το χωριό μου ονομάζεται Κληματάρι και βρίσκεται σε ένα μικρό βουνό, στην μέση της Εύβοιας, προς την μεριά του Αιγαίου πελάγους. Απέχει είκοσι λεπτά από την θάλασσα με το αυτοκίνητο. Πλέον ούτε χωριό μπορείς να το πεις, γιατί οι μόνιμοι κάτοικοι είναι περίπου είκοσι. Τώρα, θα το ‘ λεγα οικισμό.
Εκεί πέρασα πάρα πολύ ωραίες διακοπές, όσες φορές πήγαινα τα προηγούμενα χρόνια. Παλιά έμεναν τα ξαδέλφια μου, με τα οποία έπαιζα και επειδή δεν φορούσαν παπούτσια έβγαζα κι εγώ τα δικά μου. Τρέχαμε σε όλο το χωριό, όλη μέρα και παίζαμε ιδιαίτερα στην αυλή της εκκλησίας που είναι αφιερωμένη στα γενέθλια της Παναγίας.
Με το που φθάσαμε, άλλαξε αμέσως η διάθεσή μου! Ένοιωσα πολύ ανάλαφρα, λες και η ατμόσφαιρα είχε κάτι το ιδιαίτερο, το μαγικό!
Τα απογεύμα καθόμασταν στην αυλή και χαζεύαμε τα βουνά και το πράσινο. Όλη την ημέρα και την νύχτα ακούγονταν κρι-κρι, τζιτζίκια και τριζόνια. Με τον ήχο αυτών των τριών ένοιωθα πως βρισκόμουν σε έναν τόπο μαγικό. Ο αέρας ήταν καθαρός και φορτωμένος μυρωδιές παράξενες. Το βράδυ δε, όταν δεν υπήρχε το φεγγάρι, χάζευα τα αστέρια στον ουρανό.
Ο γαμπρός μου, μερικές φορές μας πήγαινε βόλτες κι έτσι γνώρισα κι άλλα όμορφα τοπία. Προσθέτω επίσης ότι όλη την ημέρα, ζήτημα ήταν να πέρναγαν τρία αυτοκίνητα απ’ το δρόμο μπροστά στο σπίτι μας.
Την δεύτερη μέρα με επισκεφτηκαν και τρία παιδιά από την ομάδα, γιατί το χωριό του ενός ήταν μισή ώρα απ το δικό μου. Είχαν πάει για τρεις μέρες και ήρθαν να με δουν. Ελπίζω να πέρασαν καλά, όπως κι εγώ, που συναντηθήκαμε. Ο γαμπρός μου τους ξενάγησε σε ότι μπορούσε να τους δείξει απ την γύρω περιοχή.
Επίσης, αρκετά απογεύματα ήρθαν συγγενείς από τον Οξύλιθο, το πιό κοντινό χωριό στο δικό μου. Μας φέρανε και διάφορα λαχανικά και χόρτα από στο μποστάνι τους, ιδιαίτερα ντομάτες, πεντανόστιμες και καμμιά σχέση μ αυτές που αγοράζουμε στην Αθήνα.
Αυτό που με στεναχώρησε αρκετά ήταν το γεγονός ότι η μητέρα μου δεν αναγνώρισε τους περισσότερους. Έχει μπει για τα καλά στην άνοια και αναγνωρίζει πλέον μονάχα εμάς, που βλέπει κάθε μέρα. Πόσες μνήμες αναδύθηκαν όλο αυτό το διάστημα που έμεινα εκεί!
Έτσι πέρασαν οι μέρες και έπρεπε να φύγουμε στις 20 Ιουλίου. Εγώ δεν ήθελα να φύγω αλλά έπρεπε. Θα μπορούσα βέβαια να μείνω μόνη μου, αλλά φοβάμαι να κοιμάμαι στο χωριό όταν κυκλοφορούν τόσοι θρύλοι για φαντάσματα, νεράιδες και ξωτικά.
Κάποιος μπορεί να γελάσει γι αυτούς τους φόβους. Όμως εγώ τους έχω και γίναν η αιτία να μη μείνω. Αλλά το είπα, όταν γύρισα, στον εμψυχωτή μου και θα το δουλέψω. Έτσι του χρόνου να μπορέσω να κάτσω και μόνη μου στο Κληματάρι.
Νίκη
Σ’ ευχαριστώ Νίκη που μοιράζεσαι μαζί μας τόσο όμορφα πράγματα!!!!!!!