ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ: “MAHAVIR, ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
“Μέσα του γνώριζε ότι σε αυτό το ταξίδι στην Νέα Υόρκη θα μάθαινε το μυστικό που δεν του είχε αποκαλυφθεί ακόμα. Ένιωθε ότι θα τον οδηγούσε σε αυτόν τον άγνωστο ευεργέτη που τον υποστήριζε όλα αυτά τα χρόνια. Η Νέα Υόρκη ένα τεράστιο σαγηνευτικό θηρίο. Με μεγάλη προθυμία προσέφερες τον εαυτό σου να το ταίσεις, να το κατευνάσεις, ζώντας την ψευδαίσθηση της απώλειάς σου. Μέθη! Πουθενά στον πλανήτη το νευροχημικό σύστημα του οργανισμού δεν είναι σε τέτοια υπερδιέγερση και οι αισθήσεις σε τόσο οξυμένο βαθμό. Ίσως μονάχα σε περιοχές όπου υπάρχει πόλεμος. Γιατί κι εκεί θυσιάζεται ο εαυτός σου. Ακούσια! Στην Νέα Υόρκη εκούσια! Ποια η διαφορα? Επιτελείται έτσι κι αλλιώς το τελετουργικό της θυσίας. Η Νέα Υόρκη είναι η πόλη που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στον κόσμο. Την κοιτάζεις απ όλα τα σημεία της γης και περιμένεις το επόμενο γεγονός. Είναι η πρωτεύουσα στην συνείδηση των περισσότερων κατοίκων του πλανήτη. Ο Αρμαγεδδών μάλλον από εδώ θα ξεκίναγε. Το πολυτελές αυτοκίνητο τον οδήγησε σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης. Το δωμάτιό του ήταν απο τα καλύτερα και πιο πλούσια. Μια σουίτα που είχε πανοραμική θέα στον κόλπο του ποταμού Χάντσον. Το Μανχάτταν και το Σέντραλ παρκ φάνταζαν σαν μινιατούρες βαμένες σε μπρούτζινο χρώμα καθώς έδυε ο ήλιος. Ξανά η δύση του ήλιου μπροστά του. Μια δύση που πάντοτε σηματοδοτούσε μια σημαντική αλλαγή στην ζωή του. Αυτή την φορά δεν είχε κάποιο βουνό ή δάσος απέναντί του αλλά έναν τεράστιο καθρέφτη που αντανακλούσε την ματαιοδοξία του κόσμου. Όλες σου οι επιθυμίες ικανοποιούνταν εκεί στην βάση αυτών των πολυτελών κτηρίων. Ταυτόχρονα επέστρεφαν πίσω σε σένα σαν μια αβάσταχτη ηχώ που υπενθύμιζε επαναλαμβάνοντας το μάταιο. “Κούφιο τσόφλι! Μοναξιά που πονάει!”, σκέφτηκε φωναχτά. Δεν κατέβηκε στο εστιατόριο για δείπνο. Παρέμεινε στο αβέβαιο δωμάτιό του παρέα με την θλίψη του. Ήθελε πολύ να κλάψει! Για τον ίδιο, για τον πατέρα του, για τα δεινά όλου του κόσμου. Ένιωθε ότι τα κουβαλάει στην πλάτη του. Κοιμήθηκε νωρίς από ανημπόρια να μετράει τις ώρες, τα λεπτά… Είχε δύσκολο ύπνο. Εφιάλτες τον χτυπούσαν ανελέητα κλέβοντάς του κάθε ανεμελιά που τον χαρακτήριζε μέχρι τώρα θολώνοντας την επιθυμία του και το όραμά του. Να προσφέρει στον πόνο της ανθρωπότητας σαν ένας σύγχρονος Σιντάρτα. Ένα μαύρο πουλί με πανούργα κόκκινα μάτια καραδοκούσε σε ένα γυμνό κλαδί να του κλέψει την καρδιά. Ξύπνησε δύο φορές μούσκεμα στον ιδρώτα. Έκανε ένα δροσερό ντους, έφτιαξε τσάι και βγήκε στην βεράντα. Το βουητό του θηρίου είχε γίνει ένα αλόκοτο υπόκοφο τραγούδι έτοιμο να σε πλανέψει. “Νεκροί είναι οι κάτοικοι αυτής της πόλης” σκέφτηκε. Δέσμιοι σε μεθυσμένα όνειρα, τους ροκανίζει κάθε μέρα, κομμάτι κομμάτι το θηρίο. Ένιωσε ένα οξύ κρύο να πιρουνιάζει την ψυχή του…..”
Γιώργος Κ.