ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
Η Μαρία
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Άρχισαν πρωί πρωί με το που ξεπρόβαλαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Φόρτωσαν το άμαξι με τα πράγματα τους και ξεκίνησαν για το χωριό. Όταν βγήκαν στην εθνική οδό στο αριστέρο τους χέρι βρισκόταν η θάλασσα η οποία λαμπύριζε από το φως της αύγης, στο δεξί τους χέρι είχαν τους βράχους της Νεμέας, ξερούς χώρις ίχνος βλάστησης λες και ήταν κάποιο σεληνιακό τοπίο.
Τα παιδιά κοιμόντουσαν στο πίσω καθήσμα το ένα πάνω στο άλλο. Εκείνοι δεν μιλούσαν μεταξύ τους, το ραδιόφωνο ήταν κλειστό και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος της μηχανής του παλιού Lada.
Ήταν και οι δυό τους γύρω στα σάραντα, δυο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί που τελικά κατέληξαν μαζί, ήταν σαν τον ήλιο με το φεγγάρι, σαν την νύχτα με την μέρα, σαν το γιν με το γιαν, ο ένας ονειροπώλος γεμάτος ευαισθησείες και ο άλλος πραγματιστής έχοντας βιώσει το σκληρό πρόσωπο της ζωής απο μικρός. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν ότι δεν εκδήλωναν ο ένας τα συναισθήματα του για τον άλλον, λες και ο μόνος λόγος που έσμιξαν ήταν το μεγάλωμα των παιδιών τους .
Ο ήλιος ανέτειλε στον καταγάλανο καλοκαιρινό ουρανό και το αμάξι άφησε πίσω του βουνά, δάση και χωριά, τα παιδιά ξύπνησαν απο τον βαθύ τους ύπνο και άρχισαν να ζητούν απο τους γονείς τους κάπου να σταματήσουν. Έτσι και αυτοί σταμάτησαν λίγο μετά την σήραγγα του Αρτεμισίου σε ένα μαγαζί που έχει θέα σε ένα καταπράσινο οροπέδιο.
Οι γονείς τους προσπαθούσαν να απολαύσουν τον καφέ τους και το τσιγάρο τους μα τα παιδιά τους δεν τους άφηναν, αυτά τα τέσσερα μικρά κοιμώμενα αγγελάκια είχαν μετατραπεί τώρα σε διαβολάκια που πείραζε το ένα το άλλο, γέλια, φωνές, κακός χάμος. Η μάνα προσπαθούσε να τα συνετίσει μιλώντας τους με αυστηρό τόνο ενώ ο πατέρας απολάμβανε ήρεμος τις τελευταίες τζούρες απο το τσιγάρο του. Τα παιδιά τους ήταν απο 8 εώς 12 ετών, ο μεγάλος ήταν 12, τα δίδυμα 10 και ο μικρότερος 8.
Αφού οι γονείς τελείωσαν τον καφέ τους μπήκαν όλοι μαζί στο αυτοκίνητο και κίνησαν για τον προορισμό τους. Τα παιδιά ζήτησαν απο τους γονείς τους να ανοίξουν το ραδιόφωνο και αυτά άρχισαν να τραγούδανε τα τραγούδια που έπαιζε σπάζοντας έτσι περισσότερο τα νεύρα των γονιών τους. Τελικά η ώρα πέρασε και έφτασαν στον προορισμό τους σε ένα μικρό χωριουδάκι στην Λακωνική Μάνη.
Η μάνα έφτιαξε κάτι πρόχειρο και αφού έφαγαν κατευθύνθηκαν προς την παραλία. Τα παιδιά με το που έφτασαν βούτηξαν μέσα πλατσουρίζοντας και παίζοντας μεταξύ τους, ο πατέρας αφού κάπνισε ένα τσιγάρο μπήκε κι αυτός μέσα στην θάλασσα, ενω η μητέρα έμεινε έξω, εξουθενωμένη από το ταξίδι, θύμηθηκε κάτι που της είχε πει μια παλιά της σχέση, πως αν κάνεις παιδιά ζεις σαν σκύλος και πεθαίνεις σαν άνθρωπος ενώ αν δεν κάνεις παιδιά ζεις σαν άνθρωπος και πεθαίνεις σαν σκύλος. Είχε μείνει έκει έξω και σκεφτόταν τις φίλιες που άφησε, την καριέρα που δεν κυνήγησε, τις σπουδές που δεν τελείωσε, τα ταξίδια που δεν έκανε, όλα για να μεγαλώσει αυτά τα παιδιά. Αυτά σκεφτόταν μέχρι που μια φωνή της διέκοψέ την σκέψη, ήταν ο μικρός που της φώναζε ”μανούλα έλα μέσα”, αυτή του χαμογέλασε, παράτησε τον συνειρμό της και κατευθύνθηκε προς την θάλασσα.
Νεκτάριος