Συγγραφικό Καφενείο
Παράλληλη μνήμη
Κάθισε στην μια γωνιά του δωματίου και έβαλε την κασέτα μέσα στο κασετόφωνο. Θυμόταν τι είναι η κασέτα άλλα δεν ήξερε από που ακριβώς.. Περιμένοντας να ανακαλύψει τι είδος μουσικής περιείχε μέσα, κοίταξε γύρω του. Εκτενείς ζημιές από πλημμύρες και μούχλα. Οι κάτω όροφοι ήταν πλημμυρισμένοι. Το σπίτι ήταν ένα διώροφο κοντά στην παλιά ακτογραμμή. Πλέον ήταν προσβάσιμο μόνο με την βάρκα. Κατά παράδοξο τρόπο δεν ήταν λεηλατημένο εντελώς. Στον δεύτερο όροφο υπήρχαν ακόμη στοιβαγμένα βιβλία, έπιπλα και ρούχα κυρίως γυναικεία.
Σιγανά άρχισε να ακούγεται η μουσική. Ο ήχους ενός ατμοσφαιρικού συνθεσάιζερ χωρίς ρυθμό άρχισε να δημιουργεί μια υπνωτική ατμόσφαιρα. Κοίταξε το ρολόι. Είχε ακόμη μισή ώρα μέχρι να γυρίσει το αφεντικό. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ηρεμήσει βουλιάζοντας σιγά σιγά μέσα στην μουσική. Ηταν σούρουπο και ο ουρανός άρχιζε να παίρνει ένα μοβ χρώμα. Μέσα από το παράθυρο οι ακτίνες του ήλιου που έδυε πρόβαλλαν ένα κόκκινο ορθογώνιο στον απέναντι τοίχο. Χωρίς να εστιάζει κοιτούσε τον τοίχο, παρατηρώντας γύρω του με την άκρη του ματιού του. Ένιωθε σαν να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δυο μέρη. Παράλληλα με το ερειπωμένο σπίτι μπορούσε να διακρίνει το περίγραμμα αγαλμάτων που φωτίζονταν από το κόκκινο φως. Ταυτόχρονα με την μουσική άκουγε γλάρους και ήχους από περπάτημα ανθρώπων, φωνές, ψιθυρίσματα. Ένιωθε σαν να βρισκόταν σε μια ψηλοτάβανη αίθουσα όπου γύρω του υπήρχαν άνθρωποι που μιλούσαν χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς λέγαν.
Αποφάσισε να εστιάσει καλύτερα σε αυτό τον νέο χώρο. Είχε ψηλές τζαμαρίες με θέα σε μια λιμνοθάλασσα. Κλείνοντας τα μάτια του μπορούσε να δει πιο καθαρά. Γύρισε κοιτώντας τον ήλιο με κλειστά μάτια και ένοιωσε την ζέστη στο πρόσωπο του. Από κάπου γνώριζε αυτόν τον τόπο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του είχε συμβεί αυτό.
Από την μέρα που αρχίζει η μνήμη του είχε τέτοια φαινόμενα. Μιλούσε μια ξένη γλώσσα ευρισκόμενος σε μια ξένη χώρα. Ο περισσότερος κόσμος τον απέφευγε γιατί έμοιαζε να χάνεται σε αυτές τις αμφίβολες και φανταστικές πραγματικότητες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που χαμένος δεν αντιδρούσε όταν του απευθύνονταν.
“Ευτυχώς που βρέθηκε το αφεντικό”, σκέφτηκε. Ήταν αυτός που τον περιμάζεψε, του έμαθε να μιλάει την γλώσσα και του έδωσε εργασία και στέγη. Έλεγε ότι του θύμιζε τον μικρό του αδερφό που είχε χάσει. Πέρα από αυτά τα δύο χρόνια που δούλευαν μαζί δεν θυμόταν τίποτα άλλο πάρα μόνο αυτές τις σκόρπιες αναμνήσεις μιας πραγματικότητας γεμάτες ερωτηματικά.
“Στάθη γύρισα”
Άνοιξε τα μάτια του. Το αφεντικό ακούμπησε την φιάλη με το οξυγόνο στο πάτωμα.
”Ούτε στο υπόγειο υπάρχει τίποτα. Εσύ βρήκες τίποτα εδώ?”
Του έδειξε μια κούτα από σφραγισμένα τσιγάρα και κάποια στεγνά βιβλία
”Τσιγάρα!” είπε το αφεντικό “Απορώ γιατί τα καπνίζαμε. Πλέον δεν πιάνουν μία στην αγορά… ίσως στα βόρεια μπορεί να καπνίζει ακόμη κανείς. Μπορεί ο Κοσμίν που ταξιδεύει συχνά προς τα εκεί να θέλει να τα ανταλλάξει.. Τίποτα άλλο;”
Του έγνεψε αρνητικά
”Καλά, τι έκανες τόση ώρα;” είπε εκνευρισμένος. “Τέλος πάντων, πάμε να φύγουμε γιατί νύχτωσε…”
Κατεβαίνοντας τις σκάλες προς το ισόγειο τα πόδια τους άρχισαν να τσαλαβουτούν στο νερό και σιγά σιγά βυθίζονταν όλο και περισσότερο μέχρι που μόνο οι ώμοι και το κεφάλι εξείχαν πάνω από την επιφάνεια. Με ένα αυτοσχέδιο φουσκωτό στρώμα μετέφεραν τα βιβλία και τα τσιγάρα στην βάρκα που ήταν δεμένη έξω από την εξώπορτα.
Πρώτα σκαρφάλωσε το αφεντικό και μετέφερε τα κουτιά στην βάρκα, έπειτα έδωσε το χέρι και τον σήκωσε έξω από το νερό. Ο Στάθης έσυρε το σώμα του μέσα στην βάρκα και λαχανιασμένος από την προσπάθεια έκατσε δίπλα στην μηχανή.
“Άντε πάμε!” είπε το αφεντικό.
Έσυρε τον λεβιέ προς τα κάτω και ο κινητήρας πήρε μπρος. Σε λίγα λεπτά αρμένιζαν ανοιχτά στην θάλασσα.
Καθόταν στην πλώρη και ατένιζε τον ήλιο που έδυε.
“Αφεντικό, ξέρεις κάποιο μέρος που να έχει αγάλματα και να κοιτάει προς την δύση; είπε
το αφεντικό ξαφνιάστηκε. “Τι είδους αγάλματα” είπε.
“Μισοδιαλυμμένα, μπορεί αρχαία” είπε ο Στάθης
Μουσείο δηλαδή;” είπε το αφεντικό.
“Μπορεί να ήταν και κάποιο σπίτι πλουσίου. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν κατοικία κάποιου συλλέκτη αρχαίων”
Το αφεντικό κοντοστάθηκε για λίγο.
“Είχες νέα ανάμνηση;” είπε.
Γύρισε το κεφάλι και του έγνεψε καταφατικά.
Για να έχει αρχαία, είναι πιθανόν να είναι Ελλάδα, και για να βλέπει δυτικά μπορεί να είναι εδώ κοντά. Τι άλλο θυμάσαι;” είπε το αφεντικό.
“ήταν απόγευμα, σε έναν ψηλό χώρο. Είχε ένα μπαλκόνι και από κάτω γκρεμό και θάλασσα. Πολλά πουλιά στον ουρανό. Κοίταγε το ηλιοβασίλεμα.”
Το αφεντικό έμεινε σιωπηλός.
Έφταναν στην Πόλη. Λίγο πιο έξω από τα παλιά εργοστάσια άρχισαν να κόβουν ταχύτητα.
Ελπίζω να φτάσαμε εγκαίρως και να μην μας κλείσουν απέξω σήμερα…” είπε το αφεντικό.
“Αύριο έρχεται και το νοσηλευτικό. Είναι ευκαιρία να κοιτάξεις για το κεφάλι σου. Γιατί έχεις τοσα ράμματα; Δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Αυτοί θα έχουν τα μηχανήματα για να καταλάβουν τι συμβαίνει. Δωρεάν είναι έτσι και αλλιώς.”
***
Καθώς κατέβαινε την σκάλα του πλοίου έβλεπε από ψηλα τον κόσμο που περίμενε. Όλη η πόλη έμοιαζε να έχει μαζευτεί στην προβλήτα αναμένοντας να εξεταστεί από τους γιατρούς. Προχωρούσε με αργό ρυθμό σπρώχνοντας κόσμο για να περάσει. Κόνταστο εστιατόριο στην άκρη του λιμανιού ήταν δεμένο το σκάφος όπου περίμενε το αφεντικό. Πριν προλάβει να ανεβεί την ράμπα πετάχτηκε έξω και τον ρώτησε:
“ Λοιπόν; Με έφαγε η αγωνία! Σε είδανε; Κατάλαβαν τι έχεις; Τους είπες για τις αναμνήσεις; Σε είδε ψυχίατρος;”
“Ναι, όχι, όχι και ναι” απάντησε.
“δεν θα πεις τίποτα παραπάνω δηλαδή;”
“Είπανε ότι τα ράμματα είναι ι από εγχείρηση. Σκανάραν το κεφάλι και είδαν ξένα αντικείμενα στον εγκέφαλο. Δεν είχαν ξαναδεί τα συγκεκριμένα εμφυτεύματα. Με ρωτούσαν από που είμαι και τι δουλειά κάνω. Πιο πολύ ενδιαφέρονταν για αυτά παρά για εμένα δηλαδή. Ήρθε ένα επείγον περιστατικό και με ξεχάσαν για λίγο. Έφυγα.”
Το αφεντικό τον κοίταξε περίεργα. Μπήκε ξανά μέσα στην καμπίνα και έκατσε στην καρέκλα του.
“Ρώτησα μερικούς ανθρώπους για αυτά που μου είπες χθες”
“και; “
“Παλιά υπήρχε ένα μουσείο που κοίταζε στην θάλασσα. Κοντά στο παλιό αεροδρόμιο. Ήταν χτισμένο πάνω στον γκρεμό δίπλα σε έναν αρχαιολογικό χώρο. Είχε αρχαία εκθέματα.
Τον παρακολουθούσε με προσοχή. Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για αυτά που του έλεγε.
“Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα σήμερα. Η αγορά είναι κλειστή. Μπορούμε να πάμε το απόγευμα. Σίγουρα θα το έχουν αδειάσει εδώ και καιρό αλλά δεν χάνουμε και τίποτα”
Ο Στάθης χαμογέλασε χαρούμενος.
“Σε δύο ώρες φεύγουμε τότε” είπε το αφεντικό.
***
Π ήχος της μηχανής ήταν επαναλαμβανόμενος και μηχανικός. Ένα απαλό βούισμα που ίσα ίσα ακουγόταν πάνω από τα κύματα που σκάγανεστην πλώρη του σκάφους. Μέχρι να φτάσουν στο μουσείο θα έπαιρνε ακόμη μια ώρα. Αφού βγήκαν στα ανοιχτά εισήγαγε την πορεία στην αυτόματη πλοήγηση και έγειρε πίσω στην καρέκλα. Σιγά σιγά άρχισε να πέφτει σε μια κατάσταση βαθιάς ηρεμίας. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και έκλεισε τα μάτια του.
Μπροστά του έβλεπε μια συστάδα από ντουλάπες τοποθετημένες σε ίση απόσταση μεταξύ τους. Ένα μηχανικό βούισμα ακουγόταν. Σε άτακτα χρονικά διαστήματα άναβαν φωτάκια σε κάποια από τα κουτιά. ¨Ένιωθε ικανοποίηση σαν έναν πατέρα που βλέπει το παιδί του να περπατάει για πρώτη φορά. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου και άρχισε να προχωράει σε ένα μισοσκότεινο διάδρομο. Στο τέλος του υπήρχαν κάτι σκάλες που ανέβαιναν σε έναν άλλο όροφο. Στην κορυφή της σκάλας έμοιαζε να υπάρχει ένας τοίχος. Κοντοστάθηκε μπροστά του και μια δέσμη φωτός σάρωσε το πρόσωπο του. Ο τοίχος άρχισε να υποχωρεί και μετά να σύρεται αυτόματα στα πλάγια. Το φως που ερχόταν από την άλλη πλευρά ήταν εκτυφλωτικό.
“ΕΕΕ που μας πας!”, είπε το αφεντικό.
Πετάχτηκε από την θέση του. Κόντευαν να βρουν στα ρηχά.
“Αφού σου έχω πει: οι χάρτες είναι παλιοί, δεν ισχύουν πια. Γιατί βάζεις τον αυτόματο;” φώναξε το αφεντικό.
Έσκυψε το κεφάλι εκνευρισμένος και έκλεισε την μηχανή. Το σκάφος προχωρούσε σιγά σιγά μόνο με την ορμή που είχε. Μπροστά τους σηκωνόταν ένας πελώριος βράχος περιτριγυρισμένος από νερό. Κινούνταν στην περιφέρεια του από κάποια απόσταση. Καθώς βγαίναν από την πίσω του πλευρά, κοίταξαν ψηλά. Σίγουρα ήταν στο σωστό μέρος, σκέφτηκαν και οι δύο καθώς αντίκρισαν το μουσείο να κρέμεται από τον βράχο πάνω από τα κεφάλια τούς.
***
Κάποιοι από τους βράχους του γκρεμού είχαν υποχωρήσει και είχαν πέσει μέσα στο νερό. Έδεσαν το σκάφος πάνω σε έναν και πήδηξαν μέσα. Το νερό έφτανε μέχρι τους ώμους τους και τους έκανε να κινούνται αργά. Προχωρούσαν γύρω γύρω από τον βράχο ώσπου φτάσανε στην πλευρά που αντίκριζε την στεριά. Μέσα από τα χαμηλά νερά ξεκινούσε ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος που έφτανε στην κορυφή. Άρχισαν να ανεβαίνουν κοιτώντας ψηλά. Ένα τείχος, απομεινάρι κάποιου αρχαίου κάστρου εκτεινόταν κατά μήκος της κορυφής. Στα δεξιά του, εκεί που τελείωνε, υπήρχε ένα κενό, σαν άνοιγμα, στον βράχο όπου τους οδηγούσε ο δρόμος. Φτάνοντας, τους περίμενε ένα εντυπωσιακό θέαμα: μπροστά τους ανοιγόταν η ανοιχτή θάλασσα. Πίο κοντά, θαλασσοπούλια ξεκουράζονταν στο ρηχό νερό που είχε ένα πρασινωπό χρώμα και ανάμεσα στα καλάμια που γέμιζαν την ακτή.
Το μουσείο ήταν σκαμμένο μέσα στον βράχο και τρία επίπεδα προεξείχαν από αυτόν σαν γιγαντιαία μπαλκόνια. Βρίσκονταν στο ανώτερο επίπεδο. Δεξιά τους, μια σκάλα οδηγούσε στον κάτω όροφο. Πίσω από την σκάλα υπήρχε ένα άνοιγμα που έμοιαζε να οδηγεί σε κάποιον άλλο χώρο. Το αφεντικό κατευθύνθηκε αμέσως προς τα εκεί, ενώ ο Στάθης άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Στον κάτω όροφο, βρισκόταν αριστερά της σκάλας μια δεύτερη που οδηγούσε ακόμα πιο κάτω. Το φως που έμπαινε από τα μεγάλα ανοίγματα έφτανε αμυδρά μέχρι εκεί.
Κάτι έκανε τον Στάθη να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Ένιωσε έναν πονοκέφαλο να έρχεται. Έτριψε τα μάτια του. Μία αλληλουχία από εικόνες άρχισε να εκτυλίσσεται μέσα στο μυαλό του. Σε κάποιες από αυτές έβλεπε τον εαυτό του σαν να τον κοιτούσε μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. Εικόνες από χειρουργεία, και έντονες συζητήσεις εναλλάσσονταν μεταξύ τους. Η ένταση και η ζωηρότητα των εικόνων τον έκανε να χάσει τον προσανατολισμό του για λίγο. Παραπατώντας κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι για να πάρει αέρα. Αντίκρισε τον ήλιο να δύει μέσ από την σπασμένη τζαμαρία. Ήταν σίγουρα το ίδιο μέρος με αυτό στις αναμνήσεις του.
Γύρισε ξανά προς τα πίσω και άρχισε να κατεβαίνει την σκάλα προς τον κάτω όροφο. Ήταν σκοτεινά και ακουμπούσε στον τοίχο για ασφάλεια όταν ένιωσε ένα μικρό ρεύμα αέρα να έρχεται πάνω του από τα πλάγια. Άρχισε να ψάχνει τον τοίχο για κάποια χαραμάδα όταν ξαφνικά μια δέσμη φωτός φώτισε το πρόσωπο του για λίγα δευτερόλεπτα. Ακούστηκε ένας χτύπος και ένα τμήμα του τοίχου πετάχτηκε προς τα έξω και άρχισε να σύρεται στα πλάγια. Μπροστά του βρισκόταν ακόμα μια σκάλα που οδηγούσε βαθιά μέσα σε αυτό που φαινόταν ως βράχος.
***
Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε σε ένα δωμάτιο που μισοφωτιζόταν από οθόνες υπολογιστών. Μία γυάλινη επιφάνεια το χώριζε από τον δίπλα χώρο οπού βρίσκονταν σειρές από καμπίνες. Πάνω τους υπήρχε ένα λογότυπο και και φωτάκια που αναβόσβηναν. Όλα του έμοιαζαν οικεία σαν να είχε ζήσει σε αυτό το περιβάλλον για χρόνια. Αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατόν να τρέχει ακόμα όλο αυτό το σύστημα αφού κανείς δεν έμοιαζε να έχει βρεθεί στον χώρο για χρόνια. Πάνω στα τραπέζια υπήρχε μια παχιά στρώση από σκόνη.
Κάθισε μπροστά σε έναν υπολογιστή και μια ακτίνα λέιζερ από τα πλάγια της οθόνης πέρασε πάνω από το πρόσωπο του. Η οθόνη φωτίστηκε και ένα μήνυμα εμφανίστηκε : Welcome back, Simon.
Έμεινε άφωνος μπροστά στον υπολογιστή προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα όταν ένα νέο μήνυμα εμφανίστηκε. Ζητούσε να γίνει διαγνωστικός έλεγχος των εμφυτευμάτων. Στην άκρη του δωματίου φωτίστηκε ένας χώρος με μια καρέκλα κάτω από ένα ημιθόλιο. Προχώρησε προς τα εκεί και κάθισε ενστικτωδώς. Μια οθόνη στο μπράτσο της καρέκλας ζητούσε να πατήσει ένα κουμπί όταν ήταν έτοιμος.
Κοντοστάθηκε μια στιγμή. Ήταν η ευκαιρία του να μάθει την αλήθεια για τον εαυτό του. Σκέφτηκε την ζωή που είχε χτίσει αυτά τα χρόνια. Δεν ήταν και η πιο εύκολη άλλα επιτέλους είχε αρχίσει να νιώθει ότι ανήκει κάπου. Και εάν όλα χανόταν?
Πάτησε το κουμπί με μια παρορμητική κίνηση. Άρχισε να νιώθει έναν έντονο πονοκέφαλο και μια ζαλάδα. Σε μισό λεπτό η οθόνη τον ενημέρωσε πως η διαδικασία είχε κιόλας ολοκληρωθεί: “Implants calibrated”
Καθώς σηκωνόταν στηρίχθηκε στον τοίχο. Σιγά σιγά επανερχόταν. Ένιωθε σαν να έρεε ένα ζεστό υγρό μέσα στον εγκέφαλό του.
Σήκωσε το βλέμμα του. Δεκάδες άνθρωποι βρίσκονταν μαζί του στον χώρο. Άπλωσε το χέρι του να ακουμπήσει μια γυναίκα δεν έπιασε τίποτα παρά αέρα. Τα πρόσωπα μερικών του ήταν γνώριμα από τις αναμνήσεις του.
“Τελικά βρήκαμε από πού προέρχεσαι”
Κοίταξε πίσω του. Το αφεντικό βρισκόταν στην πόρτα ανάμεσα στα είδωλα των ανθρώπων που έμοιαζαν να τον αγνοούν.
“Όχι ακριβώς”, είπε.
Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή
“Σκέφτεσαι να μείνεις;”, ρώτησε το αφεντικό.
“Για λίγο έστω, είπε, μέχρι να καταλάβω καλύτερα.”
“Υπάρχουν τρόφιμα στον επάνω όροφο. Θα τα αφήσω για εσένα” είπε το αφεντικό. “Είσαι ευπρόσδεκτος όποτε θες, είπε, δεν θα πω σε κανέναν τίποτα για αυτό το μέρος”
Προχώρησε προς το αφεντικό και άνοιξε τα χέρια του. Έσφιξαν ο ένας τον άλλο νευρικά στην αγκαλιά τους στην αρχή και σιγά σιγά με πιο πολύ δύναμη.
“Μην χαθείς” είπε το αφεντικό. ¨Έπειτα κοντοστάθηκε για λίγο αμήχανα και προχώρησε προς στην σκάλα.
“Θα τα ξαναπούμε” φώναξε και αυτός καθώς έκλεινε πίσω του η πόρτα.
Κώστας