ΜΕ ΛΕΝΕ ΑΝΔΡΕΑ
Με λένε Αντρέα και είμαι μέλος της ομάδας τα τελευταία δύο χρόνια. Όταν ήρθα στην ομάδα, βρισκόμουν σε πολύ μεγάλη σύγχυση. Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει, δεν καταλάβαινα. Απλώς μου είπε ο γιατρός να έρθω στον κύριο Γιώργο, που είχε ομάδες με άλλα παιδιά, που θα μπορούσα να κάνω παρέα. Το έκανα επειδή μου το είπε ο γιατρός μου.
Μένω σε μια επαρχιακή πόλη, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα με τους γονείς μου. Έχω μια αδερφή, πολύ αξιόλογη και ικανή, η οποία με φρόντισε για μεγάλο διάστημα πριν έρθω στις ομάδες. Είναι παντρεμένη και έχω δύο πολύ γλυκές ανιψιές.
Τον πρώτο καιρό. μου ήταν δύσκολο να μετακινούμαι, να παίρνω το τρένο. Μπέρδευα τις ώρες, καθυστερούσα! Μερικές φορές ξεχνιόμουν και καθόμουν στα Everest του σταθμού. Γενικώς, ήμουν σε μεγάλη σύγχυση. Όμως, με πολύ υπομονή, κουράγιο και δύναμη που χρειαζόμουν πολύ, εκείνη την εποχή άρχισα σιγά – σιγά να μπαίνω σε μια σειρά, και να είμαι στην ώρα μου και να προλαβαίνω τα ραντεβού μου και τις ομάδες.
Οι γονείς μου αποφάσισαν να μετακομίσουν σ΄αυτή την πόλη, διότι ο πατέρας ήθελε να κάνει μια επένδυση. Με πολύ σκληρό αγώνα, πολύ δουλειά και από τους δύο γονείς, οι οποίοι ήτανε βιοπαλαιστές και προκομένοι άνθρωποι, κατάφεραν να στήσουν την επιχείρηση, η οποία σύντομα άρχισε να πηγαίνει πολύ καλά. Μεγαλώσαμε με την αδερφή μου σαν πριγκηπόπουλα. Φρόντιζαν οι γονείς να έχουμε τα καλύτερα της ζωής κι ακόμα περισσότερα. Σαν να προσέφεραν σε μας, αυτά που οι ίδιοι είχαν στερηθεί. Μεγαλώναμε με την αδερφή μου μαζί, έχουμε μικρή διαφορά ηλικίας, εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Κάναμε παρέα, μοιραζόμασταν κοινά πράγματα.
Ως παιδί ήμουν αρκετά εσωστρεφής, ζούσα δηλαδή λίγο στον κόσμο μου και στο σχολείο ήμουν συνεσταλμένος και ήσυχος. Φοβόμουνα τους καθηγητές μήπως με σηκώσουν να πω μάθημα και εκτεθώ δημόσια. Γενικά έκανα παρέα με άλλα παιδιά δίχως όμως να κάνω βαθύτερες σχέσεις και δεν συνδεόμουνα. Τις τάξεις τις περνούσα διότι έκανα πάρα πολλά φροντιστήρια. Οι γονείς μου πλήρωναν αδρά καθηγητές να έρχονται στο σπίτι να με εκπαιδεύουν. Η αλήθεια είναι ότι το σχολείο δεν το αγαπούσα, ένιωθα ότι με περιορίζει και δεν ήμουν ελεύθερος.
Κατά την διάρκεια των εφηβικών μου χρόνων είχα πάθει αρκετές κρίσεις πανικού και κατάθλιψη, που περνούσα μόνος μου. Οι γονείς μου δεν είχαν ιδέα γι’ αυτά τα πράγματα, διότι δεν τους το έλεγα γιατί και γω δεν είχα διάκριση. Το μόνο μου ενδιαφέρον κατα την εφηβεία μου ήταν το μπάσκετ. Υπήρχε ένα μικρό γήπεδο μπάσκετ στην γειτονιά, όπου χανόμουν με τις ώρες, παίζοντας. Μου άρεσε αυτή η μοναχικότητα και η απομόνωση. Ένοιωθα ασφαλής.
Εκείνη την εποχή, οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά και οι γονείς μου με πίεζαν, τις ελεύθερες ώρες, να τις περνάω στην επιχείρηση. Μου άρεσε και μένα να δουλεύω πολύ, διότι διοχέτευα κάπου όλη την ενέργεια μου και γιατί αποκτούσα αξία στα μάτια του μπαμπά και επιπλέον είχα μεγάλα χαρτζιλίκια. Οταν τελείωσα το σχολείο, δεν μ ενδιέφερε να σπουδάσω ούτε εμένα ούτε τους γονείς μου διότι είχαμε πολύ δουλειά στην επιχείρηση. Εκείνη την εποχή δουλεύαμε σκληρά και οι τέσσερείς μας. Εξαιτίας της πολλής δουλειάς εγώ και η αδερφή μου είχαμε μεγάλα χαρτζιλίκια. Όμως, αδυνατούσα να φτιάξω δικές μου παρέες και να σχετιστώ με άλλα παιδιά. Σ’ αυτήν μου την κατάσταση έπαιξε δραστικό ρόλο η αδερφή μου, η οποία με κινητοποιούσε να κάνω διάφορα πράγματα και συχνά με καλούσε στις παρέες της. Ανάμεσα στις πολλές δραστηριότητες με την αδερφή μου, πήραμε δίπλωμα ιστιοπλοΐας. Κάναμε πολλά ταξίδια και πηγαίναμε τακτικά στα γύρω νησιά της περιοχής που μέναμε. Ήμουν γενικώς, τότε, πολύ χαρούμενος.
Γύρω στα 25 γνώρισα μια κοπέλα, η οποία με ήθελε πολύ και με διεκδίκησε να μ’ έχει. Εγώ δεν ήμουνα πολύ σίγουρος, αλλά με συγκίνησε η επιμονής της και μου άρεσε πολύ η σεξουαλική επαφή μαζί της. Η σχέση αυτή σύντομα επισημοποιήθηκε επειδή το ήθελε πάρα πολύ η κοπέλα και μείναμε μαζί. Η ίδια ήταν πάρα πολύ διεκδικητική και δυναμική. Ζητούσε πολλά πράγματα και είχε αρχίσει να με ελέγχει εντελώς. Σύντομα άρχισε να ανακατεύεται και η οικογένειά της σε δικά μας, προσωπικά ζητήματα, καταλήγοντας να φτάσουν να ανακατευτούν και με την επιχείρηση. Ο πατέρας μου τους στήριζε όλους οικονομικά και πρακτικά. Εγώ άρχισα να κλείνομαι στον εαυτό μου, είχα πολύ άγχος, έγινα άβουλος και αδυνατούσα να αρνηθώ σε ότι μου ζητούσαν. Τότε ήταν που άρχισαν φανερά πλέον τα ψυχολογικά μου προβλήματα. Αρνιόμουνα να πάω στην δουλειά, δεν έβγαινα πλέον έξω και άρχισε η μεγάλη ρήξη με την σύντροφό μου που στο τέλος χωρίσαμε! Ο χωρισμός είχε μεγάλες εντάσεις και θλίψη. Μένοντας μόνος όλα ήταν πλέον αβάσταχτα και δεν μπορούσα να διαχειριστώ την ζωή μου, την μέρα μου, έφτασα να μην πια λειτουργικός.
Αυτή η κατάσταση κράτησε λίγους μήνες, μέχρι ώσπου ήρθαν οι γονείς μου και με πήραν στο σπίτι τους πηγαίνοντάς με πολύ σύντομα σε ψυχίατρο. Επηρεασμένη η μάνα μου από κάποιες εκπομπές της τηλεόρασης ψυχολογικού περιεχομένου, διάλεξε μια τέτοια διάσημη κυρία ψυχολόγο και πήγαμε στο γραφείο της. Έκανα λίγες επισκέψεις μαζί της, όμως πρότεινε να πάω σε ένα ειδικό κέντρο και να με δει εκεί ένας ψυχίατρος και μια ειδική ψυχολόγος. Σ αυτό το κέντρο, το οποίο ήταν ιδιωτικό, παρέμεινα δέκα χρόνια συμμετέχοντας σε πολλές και διάφορες ομάδες ψυχοθεραπείας. Η θεραπευτική σχέση με την ψυχολόγο του κέντρου κράτησε τέσσερα χρόνια. Ενώ είχα διαγνωστεί με ψυχική διαταραχή, απ΄το κέντρο με είχαν εντάξει σε ομάδες με ανθρώπους που δεν είχαν ψυχιατρικά προβλήματα. Παρ’ όλο που ήταν για μένα δύσκολο να προσαρμοστώ και να συγχρονιστώ με τους ανθρώπους που συμμετείχαν, παρέμεινα τόσα πολλά χρόνια, εξαιτίας του ότι δεν είχα μια άλλη επιλογή. Δεν είχαν καλή ενημέρωση οι γονείς μου αλλά ούτε κι εγώ καταλάβαινα καλά – καλά τι μου συνέβαινε. Η συμμετοχή μου στο Κέντρο, ενώ με κράτησε σε οριακά επίπεδα λειτουργικότητας, δεν μου προσέφερε όμως την ανακούφιση που και χρειαζόμουν και μου δημιουργησε μεγαλύτερο πρόβλημα κοινωνικοποίησης. Οι άλλοι τα κατάφερναν ενώ εγώ έμενα πίσω. Σήμερα καταλαβαίνω ότι αυτό που χρειαζόμουν πραγματικά, ήταν ένα περιβάλλον με ανθρώπους με κοινές εμπειρίες και βιώματα. Χρειαζόμουν ταύτιση και εξειδικευμένη στήριξη. Τον τελευταίο χρόνο πάθαινα πολλές κρίσεις. Τα ελάχιστα χάπια που έπαιρνα δεν με κράτησαν και πάθαινα τρομακτικές υποτροπές. Σε μια από αυτές έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Τότε οδηγήθηκα στον σημερινό μου γιατρό, στον οποίον είμαι ευγνώμων και μ΄αυτόν ξεκίνησα μια δραστική θεραπεία. Είχα παραμείνει μόνος, διότι όλα αυτά τα χρόνια η ζωή μου ήταν ανάμεσα σ’ αυτό το Κέντρο και στο σπίτι μου. Δεν έβγαινα πλέον έξω. Η αδερφή μου είχε παντρευτεί και δεν την είχα πια τόσο κοντά μου να με κινητοποιεί.
Κάποια στιγμή ο γιατρός μου μου είπε για τις ομάδες του κυρίου Γιώργου, ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να γνωρίσω παιδιά και να απασχολήσω τον εαυτό μου δημιουργικά. Στην αρχή δεν ήμουν πολύ σίγουρος, διότι υπήρχε το προηγούμενο του άλλου Κέντρου. Όμως, τελικά αποφάσισα να κάνω ένα πρώτο ραντεβού. Επέμεναν όλοι, γιατί και οι ίδιοι είχαν περιπέσει σε αδιέξοδο με την κατάστασή μου. Στην πόλη που ζούσα δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, μια αντίστοιχη δομή για να απευθυνόμουν και να πάρω βοήθεια. Έτσι, έγινε το πρώτο ραντεβού στο στέκι μας, στην Ακρόπολη. Ήταν συμπαθητικά, μου άρεσαν αυτά που άκουσα αλλά ήταν αδύνατο να κάνω αυτή την μετακίνηση, δηλαδή να πηγαίνω από τον σταθμό Λαρίσης στο στέκι. Συμφωνήσαμε με τον κύριο Γιώργο να ξεκινήσουμε να βρισκόμαστε στην αρχή, ατομικά, σ΄ένα καφέ, κοντά στο σταθμό Λαρίσης. Αυτό μου ήταν πιο εύκολο. Μόλις κατέβαινα από το τρένο, πήγαινα σ ένα παρακείμενο καφέ και τον περίμενα να έρθει. Ήταν πολύ καλά, μου άρεσε πολύ, έβλεπα κόσμο μετά από πολύ καιρό που ήμουν κλεισμένος στο σπίτι. Η ανωνυμία της πόλης μου δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας και με χαλάρωνε. Δεν υπήρχαν τα επικριτικά βλέμματα της μικρής μου πόλης, στην οποία είχα συστολή και φοβίες να βγω έξω. Έκανα ατομικές συναντήσεις, στην αρχή, δυο φορές την εβδομάδα. Παράλληλα ξεκίνησα να πηγαίνω στην επιχείρησή μας και να βοηθάω τον πατέρα. Σιγά σιγά άρχισα να εντάσσομαι και στην ομάδα και να συμμετέχω σε διάφορες δραστηριότητες. Τον πρώτο καιρό και λίγο παραπάνω, σπάνια μιλούσα ή μοιραζόμουν, όπως έκαναν τα άλλα παιδιά. Καθόμουν σε μια γωνιά και παρατηρούσα. Κανένας δεν με έκρινε γι’ αυτό, ούτε μου ζητούσαν να κάνω κάτι παραπάνω απ’ αυτά που μπορούσα. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, είχα την πλήρη αποδοχή γι αυτό που είμαι. Τα παιδιά της ομάδας, οι φίλοι μου, μοιραζόντουσαν με άνεση την ιστορία του και τι τους συνέβη. Με χτυπούσαν απαλά στην πλάτη, με χαιρετούσαν και με ρωτούσαν όλο γλύκα πως είμαι. Όλο αυτό το διάστημα, η οικογένεια και ειδικά η μαμά με πίεζαν να κάνω το ένα ή το άλλο. Ευτυχώς όμως εντάχθηκε στην ομάδα μαμάδων που συντονίζει ο κύριος Γιώργος πήρε ελπίδα και μαλάκωσε λίγο.
Σήμερα καταλαβαίνω την αγωνία της. Έχουν υπάρξει στιγμές που ένιωσα ότι είχε περισσότερο άγχος για την κατάστασή μου από μένα τον ίδιο. Αισθάνομαι συμπάθεια γι αυτό και κατανόηση, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό. Στη δουλειά πήγαινα κάθε μέρα, ενώ μου άρεσε που πήγαινα στην επιχείρησή μας που αγαπώ πολύ, όμως μου δημιουργούσε άγχος και ένα επιπλέον βάρος διότι δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω, όπως παλιά που πετούσα στη δουλειά. Στεναχωριόμουν που έβλεπα την θέση μου να την έχει πάρει ο βοηθός του μπαμπα, και επιπλέον οι πελάτες δεν ζητούσαν εμένα, όπως παλιά αλλά τον πατέρα μου. Αποφασίσαμε τελικά, όλοι μαζί, ο γιατρός, οι γονείς και ο κύριος Γιώργος να αραιώσω λίγο από την δουλειά και να πηγαίνω μόνο τρεις φορές την εβδομάδα και να συγκεντρωθώ περισσότερο στην θεραπεία μου και στην ανάπτυξή μου μέσα στην ομάδα.
Στο διάστημα αυτό έκανα μια νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική γιατί έπρεπε να κάνω μια αλλαγή στην φαρμακευτική αγωγή μου. Στην κλινική ερχόντουσαν τα παιδιά κάθε δύο μέρες περίπου, τα οποία είχαν οργανωθεί ανά μικρές ομάδες να έρχονται να μου κάνουν παρέα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την αγάπη και την στήριξη που πήρα. Ήταν κάτι παραπάνω από οικογένεια. Δεν ένοιωθα ούτε μια φορά δυσάρεστα στην κλινική. Περίμενα με υπομονή να λειτουργήσει η νέα αγωγή, η οποία όντως είχε αποτέλεσμα και να βγω. Έκτοτε, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Οι γονείς μου αλλά και γω ο ίδιος δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Έκοψα το τσιγάρο, είμαι συγκεντρωμένος στις σκέψεις μου, κάνω διαχείριση στα οικονομικά μου και πηγαίνω δύο φορές την βδομάδα στους φίλους μου και συμμετέχω ενεργά σε όλες τις δραστηριότητες αυτών των δύο ημερών.
Πριν λίγους μήνες ζήσαμε ένα πολύ τραγικό γεγονός. Χάσαμε αιφνίδια ένα αγαπημένο μέλος και φίλο της ομάδας, τον Σπύρο. Τον συνοδεύσαμε μέχρι την τελευταία του κατοικία όλη η ομάδα. Στηρίξαμε ο ένας τον άλλον και παρηγορήσαμε την οικογένειά του. Τις πρώτες μέρες νοιώθαμε έντονα την έλλειψή του, όμως μέσα στις ομάδες μοιραζόμασταν συνέχεια γι’ αυτόν και το πως αισθανόμασταν, με αποτέλεσμα να γεμίζει η καρδιά μου αλλά και των άλλων παιδιών από την ενθύμησή του.
Θα ήθελα πάρα πολύ να μοιραστώ σε όποιους διαβάζουν την ιστορία μου, πόσο ευγνώμων είμαι στις ομάδες, στην οικογένειά μου και στον γιατρό μου που με στήριξαν. Πραγματικά δεν ξέρω που θα βρισκόμουν σήμερα εάν δεν είχα όλους αυτούς.