Ο Πύργος της Βαβέλ
Σταυρούλα Διαμαντή
Θα ήθελα να ξεκινήσω, ενημερώνοντας ότι γράφω αυτό το κείμενο από την άνεση του κρεβατιού μου. Ως άτομο το οποίο υποδέχτηκε το lockdown με διπλή καραντίνα στο δωμάτιό του, πέρασα αρκετό διάστημα σε αυτόν τον χώρο, μετρώντας τις μέρες να ‘επεκταθώ’ στο σαλόνι και στην κουζίνα. Η αλήθεια είναι ότι συνειδητοποίησα γρήγορα πως δεν έχω περάσει στο συγκεκριμένο δωμάτιο τόσο χρόνο όσο θα περίμενε κανείς, ή και θα ήθελα. Το έχω διαμορφώσει με τον τρόπο που μου αρέσει, το έχω κάνει όμορφο στα μάτια μου και στο μυαλό μου, αλλά ποτέ πριν δεν είχα πραγματικά ζήσει μέσα του.
Το ερώτημα των ημερών από την αρχή της απαγόρευσης (για άτομα σαν εμένα σε αυτή τη φάση ζωής – που έχουν μία στέγη, φαγητό, και σχετική οικονομική στήριξη από την οικογένειά τους), ήταν από την αρχή ένα: ‘Και πώς τα περνάς στην καραντίνα’. Φαίνεται κάπως αστείο καθώς η φράση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και για να σπάσει τον πάγο ή όπως μία άλλη αντίστοιχη φράση: ‘μουντός/ωραίος ο καιρός σήμερα’. Πρόκειται για κάτι που δεν θα περίμενες από αναφορά σε ένα κοκτέιλ απαγόρευσης κυκλοφορίας μαζί με επιδημία. Και όμως, φαίνεται να υποδεικνύει ότι υπάρχουν πράγματα για να περάσεις τον χρόνο αυτό, πέρα από συνεχή δουλειά ή κραιπάλες, ή να τρως το χρόνο σου στις μετακινήσεις. Προς έκπληξη (μάλλον όχι) πολλών ανθρώπων, οι απαντήσεις τις οποίες έπαιρνα κινούνταν γύρω από λεπτομέρειες για διάφορα δημιουργικά πράγματα που έβρισκαν να κάνουν οι φίλοι και γνωστοί και που δεν μπόρεσαν ποτέ πριν να πραγματοποιήσουν, μέχρι ένα ενθουσιώδες: ‘Τέλεια!’.
Με μεγάλη ευκολία μπορώ να πω και ότι η δική μου ιστορία βρίσκεται σε αυτό το κλίμα, ακόμα και εάν δεν το είχα προσέξει πιο πριν, ακόμα και αν κρατούσα (και κρατάω) τον εαυτό μου απασχολημένο με ένα σωρό πράγματα (κάτι που καταλαβαίνω μόνο όταν μιλάω για αυτά σε άλλους ανθρώπους και βλέπω την έκπληξη στα μάτια τους). Είδα ολόκληρα βίντεο και ταινίες και δεν έκανα κανένα skip, άκουσα μουσική και πραγματικά την ένιωσα μετά από τόσο καιρό, έφτιαξα φαγητά από συνταγές που κρατάω στους σελιδοδείκτες μου περίπου στα εφτά χρόνια, ταξινόμησα τα βινύλιά μου και θυμήθηκα ιστορίες που μου έχουν προσφέρει, αποφάσισα να συνεχίσω κάποια διηγήματα που έχω αφήσει μισοτελειωμένα περίπου στα πέντε χρόνια και να ασχοληθώ πιο σοβαρά με τη φωνητική, διάβασα επιτέλους όλο το ‘Κάλεσμα του Κθούλου’ (δώρο φίλου από τα Χριστούγεννα), έφτιαξα τη διατροφή μου που ήταν στα δύο γεύματα την ημέρα με το ζόρι, άρχισα να χαζεύω περισσότερη ώρα τη γάτα μου όταν ροχαλίζει (αν και ίσως τα δραματοποιώ εδώ λίγο, προφανώς και έβρισκα χρόνο για να παρακολουθήσω το ροχαλητό της γάτας μου), και κυρίως είχα τον χρόνο και τη διάθεση να μιλήσω με αγαπημένα πρόσωπα και να στείλω αυτές τις απαντήσεις που θα έπρεπε να είχα στείλει ένα χρόνο πριν, όταν έλαβα τα νέα τους.
Επομένως,, θα μπορούσα να ενταχθώ στα άτομα που υποστηρίζουν ότι η καραντίνα αλλά κυρίως με αυτή της τη μορφή, μιας πανδημίας, που όσο κλισέ και εάν ακούγεται μας θυμίζει τη θνητότητά μας, αποτελεί έδαφος για προσωπική ‘αφύπνιση’ (αν και ομολογώ σιχαίνομαι αυτή τη λέξη). Και με τα λόγια ενός από τους φίλους που ανέφερα, σίγουρα πιο ποιητικά: ‘Ευτυχώς που ο κόσμος σταμάτησε, για να τον προλάβω και εγώ λίγο’. Δυστυχώς, τα παραδείγματα (ή καλύτερα οι προσωπικές ιστορίες) που ανέφερα παραπάνω, αποτελούν κομμάτια του παζλ της σύγχρονης συνθήκης. Οι εκφάνσεις αυτής της ‘σύγχρονης κατάστασης’ όπου το να μπορείς να βρεις λίγο χρόνο για σένα και τα άτομα που αγαπάς θεωρείται πολυτέλεια, παραμένει ένα ζήτημα που εν μέσω πανδημίας αρχίζει να μας γίνεται ακόμα πιο ορατό. Οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτής της κατάστασης πολλές φορές οδηγούν σε ανθρώπους που θεωρούν ότι πρέπει συνεχώς να κάνουν κάτι και να αποδεικνυουν την αξία τους σε έναν κόσμο ‘παραλογισμού’, και οι οποίοι αρχίζουν να μην βρίσκουν κανένα νόημα εάν αυτός ο κόσμος δεν ανταποκριθεί. Το διακύβευμα, λοιπόν, του ελεύθερου χρόνου ως ανάγκη, ανακαλύπτουμε γρήγορα στον καθημερινό μας λόγο και στις συζητήσεις μεταξύ μας, ότι για κάποια άτομα μπορεί να είναι ακόμα και κάτι που τα κρατάει στη ζωή, και το γεγονός αυτό δεν μπορεί να μας αφήνει σε αδιαφορία.
Από την άλλη, έχουμε τις ιστορίες των μη προνομιούχων αυτού του κόσμου που δεν είναι η θέση μου να μιλήσω για αυτές, αλλά μπορείτε να τις φανταστείτε ή και να διαβάσετε για αυτές κάθε μέρα (με όση ειρωνία εμπεριέχει αυτή η πράξη). Αυτό όμως για το οποίο θα ήθελα να μιλήσω λίγο, και το οποίο συνδέεται στενά, είναι η αμηχανία που έφερε ο λεγόμενος ‘κορονοιός’. O Covid – 19, ως κάτι το οποίο από τη μία αναφέρεται σε μία ‘αντικειμενική’ αλήθεια της επιστήμης της ιατρικής και της βιολογίας, αλλά από την άλλη έφερε μαζί του κοινωνικές απαγορεύσεις, άνοιξε το πεδίο για μία μεγάλη αμφιταλάντευση, κυρίως πολιτικά. Στην αρχή ιδιαίτερα, όπου η σοβαρότητα της κατάστασης ήταν αμφίβολη στα μάτια της κοινωνίας αλλά και των πολιτικών ομάδων που συνεχώς διώκονται, ο λόγος για την απαγόρευση συνδέεται στενά με την επιτήρηση και αναφορές στον Φουκώ (με εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο ότι ο ίδιος ο Φουκώ στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του επικεντρωνόταν περισσότερο στις ασυνέχειες παρά στους ντετερμινισμούς), και το εάν πρέπει ή δεν πρέπει να ‘μείνουμε σπίτι΄ ήταν μάλλον γκρίζα ζώνη. Ιδιαίτερα όταν μειονότητες και άτομα που ανήκαν σε ευάλωτες ομάδες καλούσαν να τα ακούσουμε με προσοχή και να συναισθανθούμε το φόβο τους. Αλλά ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο, δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που να μην έχουν κανέναν γύρω τους σε αυτές τις ομάδες.
Ευτυχώς σήμερα μιλάμε για υπαρκτό κίνδυνο (όχ εχθρό φυσικά, αυτό και εάν είναι προβληματικό), μιλάμε για αλληλεγγύη και βοήθεια στις ευπαθείς ομάδες με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό, ενημερωνόμαστε, και παραμένουμε μαζί σε όλο αυτό. Η εργαλειοποίηση μίας επιδημίας φάνηκε στην αρχή ένα δυνατό όπλο, όμως ένα σωματίδιο 50-200 νανομέτρων ήρθε να μας υπενθυμίσει ότι η ζωή αυτών για τους οποίους παλεύουμε είναι κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά στα χέρια μας. Θα τελειώσω την προσωπική ιστορία λέγοντας μία συλλογική ιστορία, καθώς το προσωπικό είναι πάντα συλλογικό (και τις περισσότερες φορές πολιτικό, εάν δεν παραφράσουμε): ‘Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν’. Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν, όμως όχι μόνο λόγω των διαφόρων κρίσεων που ενδεχομένως προκύψουν, αλλά λόγω του ότι οι απαγορεύσεις έφεραν δημιουργία, έφεραν άρνηση στην έννοια της ιδιοκτησίας (είτε αυτό αφορά κάποια προσφορά, είτε ακόμα και έργα ή ταλέντα κάποιου που αφιλοκερδώς τα μοιράστηκε), λόγω του ότι όλος ο κόσμος από ένα δωμάτιο κατάφερε να συντονιστεί για να βοηθήσει τ@ λιγότερ@ προνομιούχ@ και δημιούργησε ομάδες από το μηδέν (τα ‘κοινά’ για τα οποία έχουν γραφτεί τόσα και τόσα κείμενα, αυτή τη φορά λειτούργησαν με τον πιο θεαματικό τρόπο), λόγω, τέλος, του ότι η ασφάλεια δεν είναι δεδομένη για κανένα.
Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο’, γιατί πλέον θα γνωρίζουμε το πραγματικό μέτρο των δυνάμεών μας.
Παρακάτω θα βρείτε κάποια links για οικονομική ενίσχυση μη προνομιούχων ομάδων, καθώς και links για συντονισμό ατόμων που θα ήθελαν να προσφέρουν βοήθεια:
https://docs.google.com/forms/d/e/1FAIpQLSc63NB6mN89qDRZE3ZeQXkBWuQ7CZAwzVSH6ieff0NJlvSNqw/viewform
https://www.facebook.com/groups/143255397000994

Babel 2001, Clido Meireles, Tate Modern
Η φωτογραφία απεικονίζει ένα έργο σύγχρονης τέχνης στο οποίο έπεσα πάνω μια μέρα μετά αφού μου προτάθηκε να γράψω αυτό το κείμενο. Αποτελείται από χιλιάδες ραδιόφωνα τα οποία είναι συντονισμένα σε διαφορετικές συχνότητες δημιουργώντας μια μπερδεμένη βοή, κάπως σαν τις πληροφορίες οι οποίες προκύπτουν συνεχώς κατά τη διάρκεια αυτής της πρωτόγνωρης για εμάς περιόδου.
Το άρθρο είναι αναδημοσιευμένο από την ιστοσελίδα του Solomonmag